Home > Βιομηχανία/Τομέας > Parenting > Birth control
Birth control
The practice of using artificial means to prevent or terminate a pregnancy.
Industry: Parenting
Προσθήκη νέου όρουContributors in Birth control
Birth control
ιβουπροφαίνη
Parenting; Birth control
Μη στεροειδές αντιφλεγμονώδες φάρμακο που χρησιμοποιείται ευρέως για την αντιμετώπιση του πόνου, οιδημάτων και πυρετού. Κοινά εμπορικά σήματα για την ιβουπροφαίνη είναι τα Advil, Motrin και ...
αιμομιξία
Parenting; Birth control
Η σεξουαλική δραστηριότητα μεταξύ ατόμων που συνδέονται με δεσμούς αίματος που απαγορεύουν το γάμο. Η αιμομιξία που σχετίζεται με παιδιά αποτελεί μια μορφή παιδικής κακοποίησης. ...
οργασμός
Parenting; Birth control
Ο οργασμός συμβαίνει στην κορύφωση της σεξουαλικής επαφής. Οι οργασμοί χαρακτηρίζονται από ακούσιες μυϊκές συσπάσεις στα γεννητικά όργανα και ένα αίσθημα ικανοποίησης και ευφορίας που προκαλείται ...
ωοθήκη
Parenting; Birth control
Ένας από τους δύο αναπαραγωγικούς αδένες σε μια γυναίκα. Οι ωοθήκες βρίσκονται πάνω από τη μήτρα στην άνω πλευρά της κάθε σάλπιγγα. Οι ωοθήκες παράγουν ορμόνες και, το σημαντικότερο, το αυγό. Οι ...
λιπαντικό
Parenting; Birth control
Ολισθηρή ουσία που χρησιμοποιείται για την ανακούφιση της ξηρότητας του κόλπου κατά τη σεξουαλική επαφή.
όρχεις
Parenting; Birth control
Ένα ζεύγος αρσενικών γεννητικών αδένων που παράγουν σπέρμα. Οι όρχεις βρίσκονται κάτω από το πέος σε μια σακούλα που ονομάζεται όσχεο. Οι όρχεις αναφέρονται συχνά και ως ...
το χάπι
Parenting; Birth control
Αργκό όρος για κάθε τύπο ορμονικών αντισυλληπτικών σε μορφή χαπιού.