Home > Βιομηχανία/Τομέας > Parenting > Birth control
Birth control
The practice of using artificial means to prevent or terminate a pregnancy.
Industry: Parenting
Προσθήκη νέου όρουContributors in Birth control
Birth control
αναιμία
Parenting; Birth control
Η κατάσταση της ύπαρξης λιγότερων από τον κανονικό αριθμό ερυθρών αιμοσφαιρίων ή μικρότερης από την κανονική ποσότητα αιμοσφαιρίνης στο αίμα. Η ικανότητα μεταφοράς οξυγόνου του αίματος, ως εκ τούτου, ...
βακτήρια
Parenting; Birth control
Μονοκύτταροι μικροοργανισμοί που μπορεί να υπάρξουν είτε ως ανεξάρτητοι οργανισμοί ή ως παράσιτα (εξαρτώνται από έναν άλλο οργανισμό για να ...
αντισύλληψη
Parenting; Birth control
Η χρήση οποιωνδήποτε πρακτικών, μεθόδων, ή συσκευών που εμποδίζουν εκουσίως την εγκυμοσύνη σε μια σεξουαλικά ενεργή γυναίκα. Οι μέθοδοι ελέγχου των γεννήσεων σχεδιάζονται είτε για την πρόληψη της ...
εγκέφαλος
Parenting; Birth control
Το τμήμα του κεντρικού νευρικού συστήματος που βρίσκεται μέσα στο κρανίο. Ο εγκέφαλος λειτουργεί ως ο κύριος δέκτης, οργανωτής και διανομέας των πληροφοριών για τον οργανισμό. Αποτελείται από δύο ...
μαστός
Parenting; Birth control
Γενικά το μπροστινό μέρος του στήθους. Συγκεκριμένα, στις γυναίκες αναφερόμαστε τους μαστικούς αδένες. Το στήθος αποτελείται κυρίως από λίπος που προστατεύει το μαστικό αδένα που παράγει ...
αναπνοή
Parenting; Birth control
Η διαδικασία της αναπνοής, κατά την οποία αέρας εισέρχεται στους πνεύμονες μέσω του στόματος ή της μύτης λόγω σύσπασης των μυών, και στη συνέχεια εκπνέεται λόγω χαλάρωσης των ...
ξέστρο
Parenting; Birth control
Ένα όργανο σε σχήμα κουταλιού με μια αιχμηρή άκρη. Η λέξη "ξέστρο" προέρχεται από τη λέξη «ξύστρα».