Home > Βιομηχανία/Τομέας > Building materials > Concrete
Concrete
Referring to an artificial, stonelike material used for various structural purposes, that is made from the drying and hardening of cement.
Industry: Building materials
Προσθήκη νέου όρουContributors in Concrete
Concrete
πλαστικοποιητής
Building materials; Concrete
Ένα υλικό που αυξάνει την εργασιμότητα ή τη συνοχή του μια συγκεκριμένη πάστα τσιμέντου, του κονιάματος ή ...
απλό σκυρόδεμα
Building materials; Concrete
Σκυροδέματος χωρίς ενίσχυση, ή ενισχυμένη μόνο για συρρίκνωση ή θερμοκρασία αλλαγές.
τοποθέτηση
Building materials; Concrete
Η διαδικασία της διάθεση και την παγίωση του σκυροδέματος. Μια ποσότητα σκυροδέματος τοποθετείται και τελείωσε κατά τη συνεχή λειτουργία. Επίσης, ανάρμοστα αναφέρεται ως ...
βαρέλι
Building materials; Concrete
Μια μονάδα μέτρησης βάρους για τσιμέντο Portland, ισοδύναμο με τέσσερις σάκους ή 376 λίρες.
παρτίδα
Building materials; Concrete
Η ποσότητα που παράγεται ως αποτέλεσμα της μίξης πράξη, όπως και μια παρτίδα σκυροδέματος.
συνδετικό υλικό
Building materials; Concrete
Almost any cementing material, either hydrated cement or a product of cement or lime and reactive siliceous materials. The kinds of cement and the curing conditions determine the general type of ...
άμμος από την Οτάβα
Building materials; Concrete
Ένα κηπευτικό ως πρότυπο στις δοκιμές υδραυλικά τσιμέντα μέσω δείγματα δοκιμή κονιάματος. Άμμο παράγεται από την επεξεργασία των μορίων βράχου διοξείδιο του πυριτίου, που λαμβάνονται από την ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί