Home > Βιομηχανία/Τομέας > Αρχαιολογία > Evolution
Evolution
Of or pertaining to the change in the genetic composition of a population during successive generations, as a result of natural selection acting on the genetic variation among individuals, and resulting in the development of new species.
Industry: Αρχαιολογία
Προσθήκη νέου όρουContributors in Evolution
Evolution
sympatric ειδογένεσης
Αρχαιολογία; Evolution
Ειδογένεσης μέσω πληθυσμούς με γεωγραφικές περιοχές που επικαλύπτονται.
stromatoporoid
Αρχαιολογία; Evolution
Stromatoporoids, μία φορά η σκέψη να σχετίζεται με το κοράλλια, αναγνωρίζονται πλέον ως Ασβεστούχοι σφουγγάρια. Σφουγγάρια παρόμοια με ορυκτά stromatoporoids βρίσκονται σήμερα στους ωκεανούς. Όπως η ...
αντιβιοτικά
Αρχαιολογία; Evolution
Ουσίες που καταστρέφουν ή να εμποδίζετε την ανάπτυξη των μικροοργανισμών, ιδιαίτερα παθογόνων βακτηρίων.
ανάλογη δομές
Αρχαιολογία; Evolution
Δομές στα διάφορα είδη τα οποία μοιάζουν μεταξύ ή να εκτελέσει παρόμοιες λειτουργίες (π.χ., τα φτερά της πεταλούδες) και τα φτερά των πτηνών που έχουν εξελιχθεί σύγκλιση με τους αλλά δεν αναπτύξει ...
parapatric ειδογένεσης
Αρχαιολογία; Evolution
Ειδογένεσης στην οποία τα νέα είδη φόρμες από μια συνεχόμενη γεωγραφική περιοχή τα προγονικά είδη πληθυσμό.