Home > Βιομηχανία/Τομέας > Agriculture > General agriculture

General agriculture

General terms related to agriculture that do not fit any other product category.

Contributors in General agriculture

General agriculture

immunocompetence

Agriculture; General agriculture

Η ικανότητα λεμφοειδή κύτταρα να εξαπολύσουν μια χυμική ή η κυτταρική ανοσολογική απάντηση όταν αμφισβητήθηκε από ...

βλεννογόνου ασυλία

Agriculture; General agriculture

Nonsusceptibility να τα παθογόνα αποτελέσματα των ξένων, μικροοργανισμούς ή αντιγονικές ουσίες ως αποτέλεσμα αντισωμάτων εκκρίσεις των βλεννωδών μεμβρανών. Βλεννογόνου επιθήλια στο το γαστρεντερικό, ...

μετανάστες

Agriculture; General agriculture

Άτομα που έχουν μετακινηθεί τόπο διαμονής τους από μια ξένη χώρα να διαμένουν μόνιμα σε άλλη χώρα.

μητρική ανοσία

Agriculture; General agriculture

Αντοχή σε μια παθογόνου παράγοντα που προκαλείται από την εισαγωγή της μητρικής ασυλίας σε εμβρύου από μεταφορά διαπλακούντια ή το νεογνό μέσω πρωτόγαλα και ...

Cell-mediated ασυλία

Agriculture; General agriculture

Αυτές τις εκφάνσεις της ανοσολογικής απάντησης που διαμεσολαβείται από αντιγόνο-ευαισθητοποιημένες Τ-λεμφοκυττάρων μέσω lymphokines ή άμεση κυτταροτοξικότητα. Αυτό λαμβάνει χώρα ελλείψει των ...

ανοσοκαταστολή (φυσιολογικό)

Agriculture; General agriculture

Έλλειψη χυμική ή κυττάρων μεσολάβηση ασυλίας. αδυναμία να εξαπολύσουν μια φυσιολογική ανοσολογική ...

ανοσοποίηση

Agriculture; General agriculture

Σκόπιμη διέγερση της ανοσολογικής απάντησης του ξενιστή. Ενεργητική ανοσοποίηση περιλαμβάνει χορήγηση αντιγόνου ή ανοσολογική επικουρικά. Παθητική ανοσοποίηση περιλαμβάνει χορήγηση του ανοσοποιητικο ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Capital Market Theory

Κατηγορία: Business   1 15 Όροι

Glossary of Neurological

Κατηγορία: Health   1 24 Όροι