Home > Βιομηχανία/Τομέας > Αρχαιολογία > General archaeology

General archaeology

Terms and definitions of archaeology -- the study of human society through the analysis of artifacts, architecture, biofacts and cultural landscapes.

Contributors in General archaeology

General archaeology

ιλύ

Αρχαιολογία; General archaeology

Η συσσώρευση γεωλογικές ή οργανικό υλικό που έχει κατατεθεί από αέρα, νερού ή πάγου.

historiographic προσέγγιση

Αρχαιολογία; General archaeology

Μια μορφή εξήγηση βασίζεται κατά κύριο λόγο παραδοσιακών περιγραφικό ιστορικά πλαίσια.

Temper

Αρχαιολογία; General archaeology

Υλικά που προστίθενται σε άργιλο για την παρασκευή κεραμικά χειροποίητα αντικείμενα, για την αποφυγή ρωγμών κατά την όπτηση. Θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν περιέχουν φυτικές ίνες, φτερά, ροκ κομμάτια, ...

archaeozoology

Αρχαιολογία; General archaeology

Μερικές φορές αναφέρεται ως zooarchaeology, αυτό προϋποθέτει την αναγνώριση και την ανάλυση την ειδών από αρχαιολογικούς χώρους, ως ενίσχυση για την ανασυγκρότηση της ανθρώπινης δίαιτες και στην ...

altithermal

Αρχαιολογία; General archaeology

Αξιωματική κλιματολογικές περίοδος χαρακτηρίζεται από θερμότερο ή/και ξηρότερη συνθήκες πριν από περίπου 4.000-8.000 ...

κατάλογος

Αρχαιολογία; General archaeology

Κατάλογος συστηματική καταγραφή τεχνήματα και άλλα ευρήματα, ανακτώνται από την αρχαιολογική έρευνα, συμπεριλαμβανομένης της περιγραφής και των Provenience ...

ισοϋψών επίπεδο

Αρχαιολογία; General archaeology

Ένα επίπεδο ανασκαφή με μια παράλληλη προς την κλίση της επιφάνειας του εδάφους λόγο.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

English Quotes

Κατηγορία: Arts   2 1 Όροι

World War II Infantry Weapons

Κατηγορία: Ιστορία   2 22 Όροι