Home > Βιομηχανία/Τομέας > Αρχαιολογία > General archaeology
General archaeology
Terms and definitions of archaeology -- the study of human society through the analysis of artifacts, architecture, biofacts and cultural landscapes.
Industry: Αρχαιολογία
Προσθήκη νέου όρουContributors in General archaeology
General archaeology
πέτρα εδάφους
Αρχαιολογία; General archaeology
Πέτρινη τεχνήματα που διαμορφώνεται από πριόνισμα, άλεση, ή/και στίλβωσης λειαντικό μέσο (π.χ. "έδαφος πλακών στέγης μαχαίρια", "ευπαρουσίαστων μενταγιόν soapstone" κ.λπ., ...
κατετάγη κοινωνίες
Αρχαιολογία; General archaeology
Κοινωνιών όπου υπάρχει άνιση πρόσβαση στην κύρος και κατάσταση π.χ. chiefdoms και τα κράτη μέλη.
ιστορική αναδρομή:
Αρχαιολογία; General archaeology
1. Ακολουθία του παρελθόντος. 2. a πίνακα ή λίστα συμβάντων τακτοποιημένες κατά σειρά εμφάνισης. 3. Την επιστήμη που ασχολείται με την εξακρίβωση τη σειρά του παρελθόντος. ...
παγκόσμιο σύστημα
Αρχαιολογία; General archaeology
Ένας όρος που πλάθεται ο ιστορικός Wallerstein να ορίσει μια οικονομική μονάδα, αρθρωτό από εμπορικά δίκτυα εκτείνεται πολύ πέρα από τα όρια των μεμονωμένων πολιτικών μονάδων (εθνικά κράτη), και τους ...
πολιτιστική κατάθεση
Αρχαιολογία; General archaeology
Ιζήματα και υλικά καθορίζονται, ή σε μεγάλο βαθμό τροποποιηθεί από την ανθρώπινη δραστηριότητα.
πτώση ανάλυσης
Αρχαιολογία; General archaeology
Η μελέτη της τακτικότητες με τον τρόπο με τον οποίο ποσότητες στο χρηματιστήριο τα αντικείμενα που βρέθηκαν σε το Αρχαιολογικό αρχείο μειωθεί ως η απόσταση από την πηγή αυξάνεται. Αυτό μπορεί να ...