Home > Βιομηχανία/Τομέας > Αρχαιολογία > General archaeology
General archaeology
Terms and definitions of archaeology -- the study of human society through the analysis of artifacts, architecture, biofacts and cultural landscapes.
Industry: Αρχαιολογία
Προσθήκη νέου όρουContributors in General archaeology
General archaeology
την χρονολόγηση
Αρχαιολογία; General archaeology
Μια μέθοδος σχετική χρονολόγηση με βάση τηρώντας τις εξελικτικές αλλαγές σε συγκεκριμένα είδη θηλαστικών, ούτως ώστε να σχηματίσουν μια πρόχειρη χρονολογική ακολουθία. ...
διακηρύττουμε
Αρχαιολογία; General archaeology
Ένα μικρό αιχμηρά ή Σμίλη-όπως πέτρινη εργαλείο που χρησιμοποιείται για τις δύο καρωτίδες ή εγχάραξη.
εξήγηση του ρομαντισμού
Αρχαιολογία; General archaeology
Μια μορφή εξήγηση που επιμένει στην αναζήτηση διευκρινιστικές πληροφορίες σχετικά με τις ιστορικές συνθήκες που οδήγησαν στο συμβάν υπό μελέτη σε όρους κατά κύριο λόγο από τις ιδέες και τα κίνητρα ...
ραδιενέργεια
Αρχαιολογία; General archaeology
Η τακτική διαδικασία κατά την οποία ραδιενεργά ισότοπα διασπάτε σε προϊόντα τους των δοντιών με ημιζωή που αφορά συγκεκριμένα το ισότοπο λόγω (δείτε επίσης: ραδιοχρονολόγηση). ...
monocausal εξήγηση
Αρχαιολογία; General archaeology
Ο καταλογισμός του μία από τις αιτίες για την ύπαρξη ενός φαινομένου.
την παραμένει
Αρχαιολογία; General archaeology
Τα οστά και άλλα μέρη των ζώων που βρέθηκαν σε αρχαιολογικούς χώρους. Σημαντικό στην ανοικοδόμηση του παρελθόντος οικοσυστημάτων και πολιτιστικών διαμονής ...
Multi-Component
Αρχαιολογία; General archaeology
Μια τοποθεσία υποτίθεται ότι είναι multi-component, όταν δείχνει στοιχεία για 2 ή περισσότερα διακριτικά πολιτιστικά επαγγέλματα. ...