Home > Βιομηχανία/Τομέας > Νομική; Legal services > General law

General law

Common terminology used in legal business.

Contributors in Γενική νομική

General law

αρχή του διαχωρισμού

Νομική; Γενική νομική

Ανάκτηση βάσει συμφωνίας συγκατοίκηση υποβοηθείται από την αρχή του διαχωρισμού, η οποία επιτρέπει την άρση της επιτηδευμένο διάταξης από μια τέτοια ...

επιτάχυνση

Τραπεζική; European law

Επιτάχυνση σημαίνει αναγνωρίζοντας ένα δάνειο καταβάλλεται πριν από την προγραμματισμένη λήξη, συνήθως ως συνέπεια ενός γεγονότος από προεπιλογή. ...

δράση

Legal services; Γενική νομική

Μια τεχνική νομική λέξη που είναι ένας άλλος τρόπος για να αναφερθώ σε μια δίκη, ή περίπτωση.

αναλογιστική αξία

Legal services; Γενική νομική

Μια μαθηματική, συχνά η οικονομική κατάσταση της ένα σχέδιο συνταξιοδότησης.

ήσσονος σημασίας

Legal services; Γενική νομική

Νόμιμα, οποιοσδήποτε κάτω των 18 ετών.

πρώτη εμφάνιση

Νομική; Γενική νομική

Το παραστεί προσωπικά ή από εκπρόσωπο, πριν από το δικαστή ή δικαστήριο, στην υπακοή ένα κλήτευση, κλητεύσει ή να ζητήσει για τις δικαστικές αρχές, ή, για να είναι διάδικος σε οποιαδήποτε αιτία ή ...

απορρίψει

Νομική; Γενική νομική

Να παύσουν δικαστική εξέταση κατά την έναρξη νομικής διαδικασίας.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Best Writers

Κατηγορία: Λογοτεχνία   1 2 Όροι

Flat Bread

Κατηγορία: Food   1 8 Όροι