
Home > Βιομηχανία/Τομέας > Νομική; Legal services > General law
General law
Common terminology used in legal business.
Industry: Νομική; Legal services
Προσθήκη νέου όρουContributors in Γενική νομική
General law
αρχή του διαχωρισμού
Νομική; Γενική νομική
Ανάκτηση βάσει συμφωνίας συγκατοίκηση υποβοηθείται από την αρχή του διαχωρισμού, η οποία επιτρέπει την άρση της επιτηδευμένο διάταξης από μια τέτοια ...
επιτάχυνση
Τραπεζική; European law
Επιτάχυνση σημαίνει αναγνωρίζοντας ένα δάνειο καταβάλλεται πριν από την προγραμματισμένη λήξη, συνήθως ως συνέπεια ενός γεγονότος από προεπιλογή. ...
δράση
Legal services; Γενική νομική
Μια τεχνική νομική λέξη που είναι ένας άλλος τρόπος για να αναφερθώ σε μια δίκη, ή περίπτωση.
αναλογιστική αξία
Legal services; Γενική νομική
Μια μαθηματική, συχνά η οικονομική κατάσταση της ένα σχέδιο συνταξιοδότησης.
πρώτη εμφάνιση
Νομική; Γενική νομική
Το παραστεί προσωπικά ή από εκπρόσωπο, πριν από το δικαστή ή δικαστήριο, στην υπακοή ένα κλήτευση, κλητεύσει ή να ζητήσει για τις δικαστικές αρχές, ή, για να είναι διάδικος σε οποιαδήποτε αιτία ή ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Marouane937
0
Όροι
58
Γλωσσάρια
3
Οπαδοί
9 Most Expensive Streets In The World

