Home > Βιομηχανία/Τομέας > Νομική; Legal services > General law
General law
Common terminology used in legal business.
Industry: Νομική; Legal services
Προσθήκη νέου όρουContributors in Γενική νομική
General law
επαλήθευση
Νομική; Γενική νομική
Επιβεβαίωση της ορθότητας, αλήθεια ή αυθεντικότητα του υπομνήματος, λογαριασμού ή άλλο χαρτί από ένορκη βεβαίωση ή ...
ασφαλιστικά μέτρα
Legal services; Γενική νομική
Δικαστική απόφαση είτε διακοπή ενός ατόμου από κάτι, ή κάτι που τους αναγκάζει να κάνουμε κάτι.
καθήκον του εισαγγελέα του απορρήτου
Νομική; Γενική νομική
Το ηθικά καθήκον ενός δικηγόρου να μην καταφατική απάντηση να αποκαλύπτουν πληροφορίες που σχετίζονται με την αντιπροσώπευση ενός πελάτη. Οποιαδήποτε επικοινωνία μεταξύ των δύο πλευρών χαρακτηρίζονται ...
σεξ μου προφορική, detyruar
Legal services; Γενική νομική
αναγκαστική, του στόματος, σεξουαλική επαφή
εισαγωγικό
Νομική; Γενική νομική
Του δικαστή παραγγείλετε που απαιτούν να γίνει κάτι έξω από την αίθουσα του Δικαστηρίου ή να εξουσιοδοτεί να μπορεί να γίνει. Το πιο κοινό ένταλμα είναι μια ειδοποίηση προς εναγομένου ότι έχει ...
ένορκος ενιαία χρέωση
Νομική; Γενική νομική
Ένας δικαστής της διδασκαλίας σε μια κριτική επιτροπή ότι αν έστω και ένας ένορκος δεν συμφωνεί ότι ο ενάγων πρέπει να πάρετε κάτι, ο ενάγων παίρνει ...
ήσσονος σημασίας
Νομική; Γενική νομική
Κάποιος κάτω από την ηλικία της ενηλικίωσης, που συνήθως είναι δεκαοχτώ, καλείται ως ήσσονος σημασίας.
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Silentchapel
0
Όροι
95
Γλωσσάρια
10
Οπαδοί