Home > Βιομηχανία/Τομέας > Νομική; Legal services > General law

General law

Common terminology used in legal business.

Contributors in Γενική νομική

General law

επιφύλαξη

Νομική; Γενική νομική

Ένα λατινικό όρος για μια επίσημη προειδοποίηση. Αυτός ο όρος αναφέρεται σε μια ειδοποίηση που θα αποσταλεί ένα δικαστή ή το Δικαστήριο επίσημη αίτηση για την αναστολή της διαδικασίας σε συγκεκριμένη ...

επιφύλαξη emptor

Νομική; Γενική νομική

Ένα κοινό δίκαιο κανόνας, που είναι ένα σημαίνει Λατινική της ονομασία, «έστω ο αγοραστής προσοχή». Αυτός ο κανόνας ισχύει για την πώληση όλων των αγαθών, ιδίως αυτά που αφορούν ακίνητα. Σύμφωνα με ...

παύση και η παράλειψή σειρά

Νομική; Γενική νομική

Πρόκειται για μια παραγγελία που εκδίδονται από κάθε αρχή ή δικαστή να σταματήσει οποιαδήποτε δραστηριότητα, ή αλλιώς αντιμετωπίζουν νομικά μέτρα. Το μπορεί να αποσταλεί σε πρόσωπο ή εταιρεία. Η ...

περί βλασφημίας

Νομική; Γενική νομική

Η πράξη της ομιλίας ή γράφοντας υποτιμητικό λέξεις σχετικά με τον Θεό ή επίσημη θρησκεία του κράτους.

καλή τη πίστει

Νομική; Γενική νομική

Τη Λατινική λέξη για τhn «καλή πίστης». Μια καλή πίστει αγοραστή της ιδιότητας, η οποία νοείται σε πρόσωπο που είναι γνήσιο, χωρίς τη γνώση του ελαττώματος στον ...

ομόλογο

Νομική; Γενική νομική

Έγγραφη πράξη που εκτελείται από πρόσωπο, όπου δίνεται μια σαφή υπόσχεση όσον αφορά την εκπλήρωση των νομική υποχρέωση. ...

αθέτηση

Νομική; Γενική νομική

Η πράξη της παραβιάζει τη νομική υποχρέωση ή αποτυχία του να κάνει το καθήκον. Πρόκειται για παραβίαση της σύμβασης, όταν ένα μέρος μιας σύμβασης αποτυγχάνει να εκτελέσει τους όρους ή τους όρους της ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Art History

Κατηγορία: Arts   1 10 Όροι

Auto Parts

Κατηγορία: Autos   1 20 Όροι