Home > Βιομηχανία/Τομέας > Νομική; Legal services > General law
General law
Common terminology used in legal business.
Industry: Νομική; Legal services
Προσθήκη νέου όρουContributors in Γενική νομική
General law
δυσφημιστικό δυσφήμηση
Νομική; Γενική νομική
Όταν μια ψευδής δήλωση γίνεται (γραπτή ή εκτυπωμένο), που μπορεί να βλάψει τη φήμη ή την κατάσταση ενός προσώπου, και είναι χωρίς νομική αιτιολόγηση. ...
defeasance
Νομική; Γενική νομική
Καθιστώντας κάτι άκυρη. Την παύση ή ακύρωση ενδιαφέροντος σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται (όπως και αν μια πράξη πλήρως ή εν μέρει αρνείται κάτι σχετικά με το συμβαίνει κάποια συνθήκη. ...
αποτροπή
Νομική; Γενική νομική
Κάθε δίκαιο ή η νομοθεσία που θέσπισε πρέπει να συνδυαστεί με μια ποινή ή την τιμωρία για μη συμμόρφωσης, που θα λειτουργήσει αποτρεπτικά για παραβίαση ...
deponent
Νομική; Γενική νομική
Ένα deponent είναι το πρόσωπο που δίνει η μαρτυρία του Δικαστηρίου Δικαιοσύνης ή μία που καθιστά βεβαίωση. Εναπόθεση είναι μια πράξη της δημόσιας μαρτυρία, ιδιαίτερα από τα αποδεικτικά στοιχεία που ...
απόγονος
Νομική; Γενική νομική
Ένα πρόσωπο που έχει στην απευθείας γραμμής σε ένα πρόγονο, όπως ένα παιδί, η grand παιδί, η μεγάλη grand παιδί κ.λπ. απόγονοι περιλαμβάνουν φυσικά γεννήθηκε παιδιά και νομικά εγκρίθηκε απογόνους. ...
κράτηση
Νομική; Γενική νομική
Η πράξη της διατηρώντας ένα πρόσωπο ή την περιουσία σε προσωρινή κράτηση εν αναμονή δίκης.
παραδεκτή
Νομική; Γενική νομική
Τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί νόμιμα σε ένα δικαστήριο.
Διακεκριμένα γλωσσάρια
rufaro9102
0
Όροι
41
Γλωσσάρια
4
Οπαδοί