Home > Βιομηχανία/Τομέας > Νομική; Legal services > General law

General law

Common terminology used in legal business.

Contributors in Γενική νομική

General law

υλικές μαρτυρίες

Νομική; Γενική νομική

Μια μαρτυρία, η μαρτυρία των οποίων θεωρείται ζωτικής σημασίας για την έκβαση της υπόθεσης, όπως αυτός θεωρείται ότι έχει γνώση σχετικά με το θέμα της ...

Mala fides

Νομική; Γενική νομική

Μια ενέργεια που εκδόθηκε με κακή πίστη. A πρόσωπο που αγοράζει κλεμμένα αγαθά με τη γνώση ότι αυτοί έχουν κλαπεί λέγεται ότι είναι ένα κακόπιστοι αγοραστή. Αντιτίθεται σε καλόπιστο αγοραστή, που ...

malfeasance

Νομική; Γενική νομική

Κάνει πράξη, που είναι παράνομα και επιβλαβή. Εάν ένα πρόσωπο που παραλείπει να κάνει κάτι που κανονικά θα έπρεπε να κάνει, τότε είναι μη-feasance, ότι κάνει μια νόμιμη πράξη κατά ένα τρόπο παράνομη ...

κακία

Νομική; Γενική νομική

Νομική όρος που αναφέρεται σε πρόθεση ενός ατόμου να διαπράξει μια παράνομη πράξη, η οποία θα οδηγήσει σε ζημία ή να βλάψει σε ...

mandamus

Νομική; Γενική νομική

Το όνομα του σε διαταγή στα Λατινικά, που σημαίνει «εμείς εντολή». Εκδίδεται η διαταγή για να παραγγείλετε ένα κυβερνητικό οργανισμό, μεμονωμένα ή διοικητικό δικαστήριο για να εκτελέσετε μια ...

υπεξαίρεση

Νομική; Γενική νομική

Παράνομη χρήση άλλου είναι ιδιότητα ή εκ προθέσεως στα ταμεία. Του νόμου, υπεξαίρεσης χρησιμοποιείται κυρίως για να καταδείξετε τέτοια δράση από ένα δημόσιο υπάλληλο, επιμελητής, εκτελεστής ή ...

modus operandi

Νομική; Γενική νομική

Το λατινικό όρο σημαίνει τη μέθοδο του έγκλημα. Είναι επίσης αναφέρεται σε ως M. O. , η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να προσδιορίσει το πρόσωπο που έχει διαπράξει κάποιο έγκλημα, σε περίπτωση ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Firearm Anatomy

Κατηγορία: Μηχανική   1 27 Όροι

AQUARACER

Κατηγορία: Μόδα   1 2 Όροι