Home > Βιομηχανία/Τομέας > Τηλεπικοινωνίες > General telecom
General telecom
Terms relating to telecommunication or communication through technological means.
Industry: Τηλεπικοινωνίες
Προσθήκη νέου όρουContributors in General telecom
General telecom
μεταφορέα (cxr)
Τηλεπικοινωνίες; General telecom
Ένα κύμα που είναι κατάλληλο για την διαμόρφωση από ένα σήμα πληροφορίες που φέρουν. 2. Αδιαμόρφωτο εκπομπή. Σημείωση: Ο μεταφορέας είναι συνήθως ένα ημιτονοειδές κύμα ή μια ομοιόμορφη ή προβλέψιμη ...
ταξιδεύουν κύμα
Τηλεπικοινωνίες; General telecom
Ένα κύμα που (α) να μεταδίδει σε ένα μέσο μετάδοσης, (β) έχει μια ταχύτητα που καθορίζεται από τους όρους της προώθησης και τις φυσικές ιδιότητες του μέσου, και (γ) μπορεί να είναι ένα κύμα διαμήκης ...
DCOM
Τηλεπικοινωνίες; General telecom
Συντομογραφία για το διανεμόμενο μοντέλο αντικειμένου συστατικό. Ένα μοντέλο για την ανάπτυξη αντικείμενα σε μορφή ανεξαρτήτου γλώσσας, έτσι ώστε αυτά τα αντικείμενα μπορούν να γνωστοποιούνται μέσω ...
CIE
Τηλεπικοινωνίες; General telecom
Συντομογραφία για τη Διεθνή Επιτροπή de l'Eclairage (Διεθνής Επιτροπή φωτισμού. ««««) Διεθνής οργανισμός τυποποίησης, με έδρα την Βιέννη, Αυστρία, η οποία ασχολείται με την ανάπτυξη συστημάτων α ...
ΔΟΧΕΊΑ
Τηλεπικοινωνίες; General telecom
Συντομογραφία για plain old τηλέφωνο service, απλό παλιό τηλεφωνικό σύνολο.
MJU
Τηλεπικοινωνίες; General telecom
Συντομογραφία για μονάδα πολλών σημείων κόμβο. Εξοπλισμός που χρησιμοποιείται από τον πάροχο να εκτελέσει τις λειτουργίες της γέφυρας για την υπηρεσία πολλαπλών ...
επίπεδο προσαρμογής ATM
Τηλεπικοινωνίες; General telecom
Το στρώμα προσαρμογής ATM (AAL) έχει σχεδιαστεί για να υποστηρίζει διάφορους τύπους εφαρμογών και διαφορετικούς τύπους κυκλοφορίας, όπως φωνή, βίντεο, εικόνες και δεδομένα. Τη βασική λειτουργία είναι ...