Home > Βιομηχανία/Τομέας > Τηλεπικοινωνίες > General telecom
General telecom
Terms relating to telecommunication or communication through technological means.
Industry: Τηλεπικοινωνίες
Προσθήκη νέου όρουContributors in General telecom
General telecom
διαχειριστή του συστήματος
Τηλεπικοινωνίες; General telecom
Το πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για το διαχειριστή του συστήματος για την καθημερινή λειτουργία ενός συστήματος. VSee επίσης: υπεύθυνος ασφαλείας του συστήματος. ...
Υπεύθυνος τμήματος ασφαλείας
Τηλεπικοινωνίες; General telecom
Ο υπεύθυνος για την μόνιμη επικεφαλής ενός τμήματος της κυβέρνησης για τη θέσπιση και επιβολή πολιτικής του τμήματος ασφαλείας? Αυτό περιλαμβάνει την εφαρμογή ελάχιστων προτύπων ασφαλείας και σύστημα ...
γεφυρωθεί κουδούνισμα
Τηλεπικοινωνίες; General telecom
Το μέρος του συστήματος σηματοδότησης στην οποία δακτυλιωτές που συνδέονται με μια συγκεκριμένη γραμμή συνδέονται σε όλη αυτή τη ...
τμήμα μεταφοράς μηνύματος (MTP)
Τηλεπικοινωνίες; General telecom
Το μέρος του συστήματος σηματοδότησης με κοινή-κανάλι που μεταφέρει το σήμα μηνύματα και να εκτελεί που συνδέονται λειτουργίες, όπως η ελέγχου σφαλμάτων και σηματοδότηση σύνδεση ασφαλείας. ...
κανάλι Τράπεζα
Τηλεπικοινωνίες; General telecom
Το μέρος του ένα μεταφορέα-πολλαπλασιάστε τερματικού που εκτελεί το πρώτο βήμα της διαφοροποίησης από να πολλαπλασιάσει μίας ομάδας καναλιών σε ένα υψηλότερο εύρος ζώνης αναλογικό κανάλι ή υψηλότερο ...
διασύνδεση δεδομένων
Τηλεπικοινωνίες; General telecom
Η παράμετρος μέσα σε ένα πρωτόγονο που είναι η μονάδα πληροφοριών που μεταφέρονται προς/από το ανώτερο στρώμα ή το υποεπίπεδο σε μια ενιαία αλληλεπίδραση. ...
εναέριες μεταφορές
Τηλεπικοινωνίες; General telecom
Τα γενικά αύξησα STS SPE (σύγχρονη μεταφορά σήματος--φάκελος σύγχρονη ωφέλιμο φορτίο) για σκοπούς μεταφορών. Μεταφορών γενικά αποτελείται από εναέρια γραμμή και ...