Home > Βιομηχανία/Τομέας > Τραπεζική > Initial public offering
Initial public offering
Referring to the process of transforming a private company into a public company by selling shares of its stock to the general public for the first time on a securities exchange.
Industry: Τραπεζική
Προσθήκη νέου όρουContributors in Initial public offering
Initial public offering
αναβολή
Τραπεζική; Initial public offering
Οταν μια προσφορά που είχε ημερομηνία αναβάλλεται για μια μελλοντική ημερομηνία Αν οι συνθήκες της αγοράς χειροτερεύσουν στο σημείο που η συμφωνία να μην είναι βιώσιμη, η ημερολογιακή μέρα για το ...
προκαταρκτικό προσπέκτους
Τραπεζική; Initial public offering
Συχνά αναφέρεται ως ''κόκκινη διαχείρηση'' Ενα προσπέκτους που τυπώνεται με κόκκινο στην μπροστινή σελίδα πάνω στο αριστερό περιθώριο και εξηγεί ότι το προσπέκτους είναι ημιτελές. Μπορεί να υπάρχουν ...
γκάμα τιμών
Τραπεζική; Initial public offering
Οι ελάχιστες και μέγιστες ισχύουσες τιμές εντός των οποίων το ΙΡΠ πιθανόν θα τιμολογηθεί. Αυτό μπορεί να υπόκειται σε επαναλήψεις προς τα πάνω και προς τα κάτω που μελετούνται πιθανόν και από τον ...
επανάληψη τιμής
Τραπεζική; Initial public offering
Οιαδήποτε αλλαγή στην απόπειρα αλλαγής τιμής σε μία προσφορά. Αυτό συμβαίνει σε 2 απολύτως διαφορετικές συνθήκες μάρκετιγκ Αν το ΙΡΟ είναι σε υψηλή ζήτηση, οι επενδυτές συχνά θα προσπαθήσουν να ...
βασικός μέτοχος
Τραπεζική; Initial public offering
Οιοσδήποτε μέτοχος που κατέχει 10 τοις εκατό ή περισσότερο του στοκ ψήφων μιας εταιρείας. Αν αυτό δεν εφαρμόζεται, τότε αυτό θα αναφερθεί στους μεγαλύτερους ...
βασικό
Τραπεζική; Initial public offering
Το βασικό χρηματκό ποσό χρημάτων που επενδύονται σε κάθε ατομική εμπορική συμφωνία πολλαπλασιάζοντας τον αριθμό των μετοχών με την τιμή συναλλαγής είτε αγοράς είτε πώλησης. Οι προμήθειες και άλλα ...
ιδιωτική διαχείρηση
Τραπεζική; Initial public offering
Μια εταιρεία που την κατέχουν είτε λίγοι άνθρωποι, ή οι μετοχές μιας εταιρείας που δεν έχουν ποτέ προσφερθεί δημόσια για ...