Home > Βιομηχανία/Τομέας > Τραπεζική > Initial public offering
Initial public offering
Referring to the process of transforming a private company into a public company by selling shares of its stock to the general public for the first time on a securities exchange.
Industry: Τραπεζική
Προσθήκη νέου όρουContributors in Initial public offering
Initial public offering
ταφόπλακα
Τραπεζική; Initial public offering
Μια διαφήμιση που τοποθετείται στα μέσα τύπωσης, συνήθως στην 'Εφημερίδα της Wall Street'' και υπηρετεί ως επίσημος σύμβουλος μιας προσφοράς επενδυτικού προιόντος που έχει ολοκληρωθεί για μια ...
ημερομηνία εμπορικής συναλλαγής
Τραπεζική; Initial public offering
Η μέρα διαπραγμάτευσης καιε κτέλεσης μιας συναλλαγής επενδυτικού προιόντος.
Δόση
Τραπεζική; Initial public offering
Μια χορήγηση που γίνεται σε μια γεωγραφική περιοχή. Οι παραδσιακές αναφορές είναι για τις επιχορηγήσεις του εξωτερικού μέσω μιας ''διεθνούς δόσης''αλλά μπορεί να υπάρχουν διάφορες υπο-δόσεις σε ...
επαν-αρχειοθέτηση
Τραπεζική; Initial public offering
Η διαδικασία υποβολής ενός νέου αντίγραφου εγγραφής στο SEC λόγω υλικών αλλαγών στο υπάρχον αντίγραφο. Αυτοί οι όροι μπορούν μετά την μελέτη αγοράς των προτεινομένων επενδυτικών προιόντων να ...
εγγραφή
Τραπεζική; Initial public offering
Μια διαδικασία μέσω της οποίας το SEC πρέπει να ελέγξει και εγκρίνει δημοσίως επενδυτικά προιόντα πριν μπορέσουν να πουληθούν στο ...
μετοχές με περιορισμό
Τραπεζική; Initial public offering
Μετοχές που έχουν περιόδο φύλαξης ενός έτους πριν μπορέσουν να πουληθούν. Συνήθως εκδίδονται από την εταρεία απευθείας στα άτομα και/ή ομάδες πληρωμής υπηρεσιών, νέες επενδύσεις ή συγχωνεύσεις. ...
κανόνας 144
Τραπεζική; Initial public offering
Ενας κανονισμός Επενδυτικών Προιόντων και Προμήθειας Συναλλάγματος που καλύπει την πώληση επενδυτικών προιόντων με περιορισμούς και εκδίδεται σε μονάδες απευθείας από την εταιρεία. Οι μετοχές που ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί