Contributors in Legal aid (criminal)

Legal aid (criminal)

εμπειρογνώμων

Legal services; Legal aid (criminal)

Πρόσωπο με εξειδικευμένες γνώσεις, που μπορεί να καταθέσει πάνω στους τομείς της ειδίκευσής του κατά τη διάρκεια μιας ...

έφεση

Legal services; Legal aid (criminal)

Προσφυγή του διαδίκου που ηττήθηκε στο ανώτερο δικαστήριο προκειμένου να επανεξετασθεί η απόφαση του κατώτερου δικαστηρίου. ...

διαιτησία

Legal services; Legal aid (criminal)

Εναλλακτική μέθοδος επίλυσης διαφορών δυνάμει της οποίας και τα δύο μέρη συμφωνούν να απευθυνθούν σε κάποιον αντικειμενικό και ουδέτερο διαιτητή για να αποφασίσει δεσμευτικά επί του θέματος για το ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Top 10 Natural Disasters

Κατηγορία: Ιστορία   1 10 Όροι

Kitchen cabinets online

Κατηγορία: Other   1 3 Όροι