Home > Βιομηχανία/Τομέας > Γλώσσα > Linguistics

Linguistics

The scientific study of human language.

Contributors in Linguistics

Linguistics

σημασιολογική στοιχείο

Γλώσσα; Linguistics

Μια διακριτή στοιχείο της σημασίας μιας λέξης με δύο τιμές, π.χ. < + ανθρωπίνων >

σύνθεσης

Γλώσσα; Linguistics

Μια αρχή για την ανάλυση της πρόταση, στην οποία η σημασία μιας πρότασης εξαρτάται από τις σημασίες των συστατικών λέξεων και ο τρόπος που συνδυάζονται. ...

περιορισμός επιλογής

Γλώσσα; Linguistics

Σημασιολογική περιορισμούς του το ονοματικές φράσεις που μπορεί να πάρει ένα συγκεκριμένο είδος λεκτική, π.χ. λύπη απαιτεί ένα ανθρώπινο ...

δομή της αλυσίδας κειμένου

Γλώσσα; Linguistics

Ο τρόπος που διάφορα μέρη της αλυσίδας κειμένου είναι διατεταγμένες ή να οργανωθεί.

γραπτή διαδικασία

Γλώσσα; Linguistics

Μια σειρά ενεργειών ή συμβάντων που αποτελούν μέρος της μια γραπτώς ή συνεχή ανάπτυξη.

συνάρτηση

Γλώσσα; Linguistics

Η χρήση της γλώσσας, να επικοινωνούν, πιστεύω ότι κ.λπ. γλώσσα συναρτήσεις περιλαμβάνουν κατατοπιστική συνάρτηση, διαπροσωπικής λειτουργίες, επιθυμία λειτουργίες, διαπροσωπική λειτουργίες, επιθυμία ...

etic

Γλώσσα; Linguistics

Ένας όρος σε αντίθεση με emic, που προέρχεται από τη διάκριση Αμερικανό γλωσσολόγο Pike του φωνητικά και phonemics. Που etic μέσα που κάνει πάρα πολλά, καθώς και behaviourly αμελητέα διαφοροποιήσεις, ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Carbon Nano Computer

Κατηγορία: Τεχνολογία   1 13 Όροι

Emily Griffin

Κατηγορία: Λογοτεχνία   1 4 Όροι