Home > Βιομηχανία/Τομέας > Γλώσσα > Linguistics
Linguistics
The scientific study of human language.
Industry: Γλώσσα
Προσθήκη νέου όρουContributors in Linguistics
Linguistics
Αναπληρώτριας Καθηγήτριας
Γλώσσα; Linguistics
Η μελέτη αφορά κατά κύριο λόγο με τη διερεύνηση την ψυχολογική πραγματικότητα των γλωσσική δομή. , Αναπληρώτριας Καθηγήτριας μπορεί να διαιρεθεί σε γνωστικές ψυχολογική γλωσσολογία (που αφορά κυρίως ...
psycholinguistic πραγματικότητα
Γλώσσα; Linguistics
Η πραγματικότητα της γραμματικής, κ.λπ. ως προβαλλόμενη λογαριασμό των δομών που εκπροσωπούνται στο μυαλό του ομιλητή. Συχνά αντίθετοι, στη συζήτηση για τα πλεονεκτήματα της εναλλακτικές γραμματικές, ...
σχήματα κανόνων στο κείμενο
Γλώσσα; Linguistics
Πακέτα των αποθηκευμένων γνώσεων σε γλώσσα επεξεργασίας.
γλώσσα αντίληψη
Γλώσσα; Linguistics
Γλώσσα ευαισθητοποίηση για τα πράγματα που μέσω των αισθήσεων της φυσικής, esp.sight.
κατανόηση της γλώσσας
Γλώσσα; Linguistics
Μία από τις τρεις δέσμες της psycholinguistic έρευνας, που μελετά την κατανόηση της γλώσσας.
γλώσσα παραγωγής
Γλώσσα; Linguistics
Ένα στόχο-σκηνοθεσία δραστηριότητα, με την έννοια ότι άνθρωποι να μιλάμε και να γράφουμε για να κάνουν φίλους, να επηρεάσουν ανθρώπους, να μεταβιβάζουν πληροφορίες και ούτω ...