Home > Βιομηχανία/Τομέας > Γλώσσα > Linguistics
Linguistics
The scientific study of human language.
Industry: Γλώσσα
Προσθήκη νέου όρουContributors in Linguistics
Linguistics
sociolinguistics της κοινωνίας
Γλώσσα; Linguistics
Ένα από τα δύο πράγματα στο sociolinguistics, στην οποία προσπαθούμε να καταλάβουμε κοινωνιολογικές πράγματα της κοινωνίας, εξετάζοντας γλωσσική φαινόμενα μια ελληνόφωνη Κοινότητα. ...
variationist γλωσσολογία
Γλώσσα; Linguistics
Ένα υποκατάστημα της γλωσσολογίας που μελετά τη σχέση μεταξύ κοινωνικής ξεκινά και Φωνολογικό παραλλαγές των ...
επιθυμία
Γλώσσα; Linguistics
Αυτό που έχει σχεδιαστεί για να έχουν επίδραση (σε αντίθεση με τις constative δηλώσεις, που μπορεί να είναι true ή false). Ένα παράδειγμα είναι "Σας προφοράς σας άνδρας και η γυναίκα". Η έννοια της ...
έμμεση σκέψης
Γλώσσα; Linguistics
Ένα είδος των κατηγοριών που χρησιμοποιούνται από μυθιστοριογράφος αντιπροσωπεύουν τις σκέψεις τους χαρακτήρες χρησιμοποιούνται, ακριβώς όπως και να παρουσιάσει έμμεση ομιλίας. Για παράδειγμα, νόμισε ...
δωρεάν έμμεση ομιλίας
Γλώσσα; Linguistics
Μία άλλη κατηγορία που μπορεί να προκύψει, που είναι ένα αμάλγαμα άμεσης ομιλίας και δυνατότητες έμμεση ...
ο Αφηγητής της εκπροσώπησης της σκέψης πράξεις
Γλώσσα; Linguistics
Μια προσέγγιση που χρησιμοποιείται από μυθιστοριογράφους να παρουσιάσω τις σκέψεις τους χαρακτήρες είναι ακριβώς οι ίδιες με αυτές που χρησιμοποιούνται για την αναπαράσταση ομιλία, π.χ. πέρασε την ...