Home > Βιομηχανία/Τομέας > Oil & gas > Oilfield
Oilfield
Oilfield refers to a region with an abundance of oil wells extracting petroleum from below the ground.
Industry: Oil & gas
Προσθήκη νέου όρουContributors in Oilfield
Oilfield
υπεράκτια καλά
Oil & gas; Oilfield
Οποιαδήποτε καλά υπόκεινται σε Επιτροπή αρμοδιότητα για τις οποίες επιφάνειας βρίσκεται στο κρατικών γαιών σε ή στο κόλπο του Μεξικού, αυτό δεν είναι ένα κόλπο ...
πολλαπλές 49(b)
Oil & gas; Oilfield
Κανόνας που διέπει τους καλά παραγωγή αερίου από ένα καπάκι αέριο δεξαμενή πετρελαίου.
πολλαπλές ολοκλήρωση
Oil & gas; Oilfield
Την ολοκλήρωση μιας ενιαίας καλά σε περισσότερες από μία παραγωγή ορίζοντα. Μια τέτοια καλά μπορεί να παράγει ταυτόχρονα από τους διαφορετικούς ορίζοντες, ή εναλλακτικά από ...
φυσικό αέριο ή
Oil & gas; Oilfield
Φυσικό μίγμα αερίων υδρογονανθράκων και nonhydrocarbon σε πορώδη σχηματισμούς κάτω από την επιφάνεια της γης, συχνά σε συνεργασία με αιθέρα. Το κύριο συστατικό είναι ...
χαμηλή θερμοκρασία μονάδα απορρόφησης (Σίτι.στό)
Oil & gas; Oilfield
Συμπύκνωση του αερίου σε ένα υγρό από την ψύξη.
Διακεκριμένα γλωσσάρια
rufaro9102
0
Όροι
41
Γλωσσάρια
4
Οπαδοί