Home > Βιομηχανία/Τομέας > Oil & gas > Oilfield

Oilfield

Oilfield refers to a region with an abundance of oil wells extracting petroleum from below the ground.

Contributors in Oilfield

Oilfield

ρύπανση

Oil & gas; Oilfield

Μη εξουσιοδοτημένη μόλυνση της επιφανείας ή υπόγειων υδάτων ή γης.

συνδυασμένη μονάδα

Oil & gas; Oilfield

Μονάδα που δημιουργήθηκε συνδυάζοντας διαφορετικά ορυκτά συμφέροντα βάσει ρήτρας συνένωση της μίσθωσης ή ...

κανονική άδεια

Oil & gas; Oilfield

Άδεια να τρυπάνι, συνδέστε πίσω ή εμβάθυνση που δεν απαιτεί μια εξαίρεση.

αποθεματικό pit

Oil & gas; Oilfield

Κοίλωμα που χρησιμοποιείται για τη συλλογή πέρασε υγρά γεώτρησης, κοπής και νερό πλύσης κατά τη γεώτρηση.

δεξαμενή

Oil & gas; Oilfield

Πορώδες, διαπερατά ιζηματογενές πέτρωμα που περιέχουν εμπορικά ποσότητες πετρελαίου και φυσικού αερίου.

υπόλειμμα αερίου

Oil & gas; Oilfield

Αερίου που απομένουν μετά την επεξεργασία και την εξαγωγή ΑρΠρΒΧ.

θαλασσινό νερό διάθεση καλά (SWD)

Oil & gas; Oilfield

Ένα πηγάδι που χρησιμοποιούνται για την έγχυση του παραγόμενου νερού πίσω στο έδαφος.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Bang & Olufsen

Κατηγορία: Τεχνολογία   2 4 Όροι

English Grammar Terms

Κατηγορία: Languages   1 17 Όροι