Home > Βιομηχανία/Τομέας > Oil & gas > Oilfield
Oilfield
Oilfield refers to a region with an abundance of oil wells extracting petroleum from below the ground.
Industry: Oil & gas
Προσθήκη νέου όρουContributors in Oilfield
Oilfield
Γερανογέφυρες
Oil & gas; Oilfield
Μια συσκευή downhole που απομονώνει ένα κομμάτι του εξοπλισμού, ένα πηγάδι ή μία ζώνη.
πίεση βόμβα
Oil & gas; Oilfield
Μια downhole συσκευή που χρησιμοποιείται για τη συλλογή δειγμάτων δεξαμενή σε πίεση.
δακτυλιοειδή έκρηξη εμποδίζων
Oil & gas; Oilfield
Μια συσκευή που εγκαθίσταται πάνω ή κάτω από το ισοζύγιο ΠΛΗΡΩΜΏΝ που είναι ικανά να κλείσουν γύρω από οποιαδήποτε συσκευή, και ακόμη και στον εαυτό της, αν το πηγάδι είναι ...
Διαιρέτης ροής
Oil & gas; Oilfield
Μια συσκευή στην είσοδο σε μια οθόνη για να δρομολογήσετε την εισερχόμενη ροή πιο ομοιόμορφα πέρα από το πρόσωπο της ...
άρση πλαίσιο
Oil & gas; Oilfield
Μια συσκευή που μπορεί να καθίσει ο εγχυτήρας CT που μπορούν να ανατραφούν υδραυλικά νά το BHA κάτω από την υποδοχή CT επιτρέπει. Παίρνει τη θέση του ...
εκκίνησης υπο
Oil & gas; Oilfield
Μια συσκευή που τρέχει στη συμβολοσειρά τρυπάνι ακριβώς πάνω από το μύλο να πιάσει μοσχεύματα.
Διακεκριμένα γλωσσάρια
badr tarik
0
Όροι
57
Γλωσσάρια
2
Οπαδοί