Home > Βιομηχανία/Τομέας > Oil & gas > Oilfield
Oilfield
Oilfield refers to a region with an abundance of oil wells extracting petroleum from below the ground.
Industry: Oil & gas
Προσθήκη νέου όρουContributors in Oilfield
Oilfield
σαλαμάστρα
Oil & gas; Oilfield
Μια συσκευή που χρησιμοποιεί ένα ελαστομερές σφραγίδα (και κάποτε ελαίων ή λιπών ένεση) που παρέχει ένα εμπόδιο πίεση γύρω από μια μετακίνηση ΗΛΕΚΤΡΙΚΕΣ ή ενσύρματα. ...
δοκιμή δάχτυλων κρύο
Oil & gas; Oilfield
Μια συσκευή με ένα διατηρημένα με απλή ψύξη καθετήρα ότι τα μέτρα θα κατακρημνίσει η θερμοκρασία στην οποία παραφίνη λάδι διαλύματος. ...
Jet καλάθι
Oil & gas; Oilfield
Μια συσκευή με ακροφύσια και ένα καλάθι ή μια λεκάνη σύλληψης να πιάσει τα μικρότερα κομμάτια των παλιοπραγμάτων που ξυπνά από την κυκλοφορία. ...
consistometer
Oil & gas; Oilfield
Μια συσκευή με περιστρεφόμενο κουπιά, χρησιμοποιείται για να ελέγξει την Αντλησιμότητα και καθορισμένος χρόνος του τσιμέντου ...
ειδικής ανάλυσης (SCAL)
Oil & gas; Oilfield
Κάθε μετρήσεις που έγιναν σε πυρήνα βύσματα ή ολόκληρο πυρήνα που δεν αποτελούν μέρος της ρουτίνας πυρήνα ανάλυση. Πιο ειδική ανάλυση πυρήνων αφορά ιδιοτήτων σε ταμιευτήρες, ηλεκτρικές ιδιότητες και ...
αναμιγνύομαι
Oil & gas; Oilfield
Ανάμειξη παραγωγής. Σε ένα καλά, όταν δύο ή περισσότερες ζώνες αναμειγνύονται για να βοηθήσει στην οικονομική παραγωγή. Σε μια γραμμή ροής, όταν αναμιγνύονται πολλαπλές ροές αργού ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
badr tarik
0
Όροι
57
Γλωσσάρια
2
Οπαδοί