Home > Βιομηχανία/Τομέας > Oil & gas > Oilfield
Oilfield
Oilfield refers to a region with an abundance of oil wells extracting petroleum from below the ground.
Industry: Oil & gas
Προσθήκη νέου όρουContributors in Oilfield
Oilfield
ορυκτών υπηρεσία διαχείρισης
Oil & gas; Oilfield
MMS, μια κυβερνητική υπηρεσία των ΗΠΑ που επιβλέπει την παραγωγή ορυκτών από ΕΜΆΣ Ομοσπονδιακή εδάφη.
πίεση εξαρτώνται από διαπερατότητα
Oil & gas; Oilfield
Τροποποιήσεις στον χαρακτήρα του βράχου μέσα από την μήτρα ή φυσικό κατάγματα, όπου τη διαπερατότητα είναι σε συνάρτηση με την πίεση που ασκείται στον βράχο μέσα από τη ρευστή πίεση ή γη ...
ηλεκτρονικής διαδικασίας συμμόρφωσης και έγκριση (ECAP)
Oil & gas; Oilfield
Μια διαδικτυακή σύστημα παροχής αδειών που ανέπτυξε η Επιτροπή πιέζει σε συνεργασία με τις ΗΠΑ Υπουργείο Ενέργειας και το πετρέλαιο και βιομηχανία φυσικού ...
ηλεκτρικά κούτσουρα
Oil & gas; Oilfield
Καταγραφή που δηλώνει το πηγάδι του ροκ σχηματισμό χαρακτηριστικά από διαφορετικές απαντήσεις σε ηλεκτρικό ...
ενισχυμένης ανάκτησης πετρελαίου (EOR)
Oil & gas; Oilfield
Η χρήση κάθε διαδικασία για την μετατόπιση του πετρελαίου από την δεξαμενή εκτός πρωτογενούς ανάκτησης.
υδρογονανθράκων
Oil & gas; Oilfield
Οργανική χημική ένωση υδρογόνου και άνθρακα, που ονομάζεται πετρελαίου. Η μοριακή δομή των ενώσεων υδρογονανθράκων ποικίλλει από το simplet, μεθάνιο (CH4), ένα συστατικό του φυσικού αερίου, στο το ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί