![](/template/termwiki/images/likesmall.jpg)
Home > Βιομηχανία/Τομέας > Λογιστική > Payroll
Payroll
Of or relating to the financial record of employees' salaries, wages, bonuses, net pay, and deductions.
Industry: Λογιστική
Προσθήκη νέου όρουContributors in Payroll
Payroll
εξαίρεση κόστους για αγορά σπιτιού στο εξωτερικό
Λογιστική; Payroll
Εξαίρεση εισοδήματος για λογικό κόστος αγοράς σπιτιού στο εξωτερικό που ξεπερνά το βασικό κόστος σπιτιού που διατίθεται στους υπαλλήλους των ΗΠΑ που εργάζονται στο εξωτερικό που δεν φορολογούνται ...
τακτική τιμή πληρωμής
Λογιστική; Payroll
Τιμή πληρωμής ανά ώρα που προσδιορίζεται διαιρώντας την συνολική τιμή που κερδίζεται την εβδομάδα με τον συνολικό αριθμό ωρών ...
πλάνα εργοδοτών τρίτων
Λογιστική; Payroll
Ενα άτομο εξουσιοδοτημένο από έναν εργοδότη μέ όρους IRS προκειμένου να ολοκληρώσει και να διεκπεραιώσει πλάνο επιστροφής φόρου του εργοδότη (πχ Τύποι ...
κάτοικος εξωτερικού
Λογιστική; Payroll
Ενα άτομο από μια ξένη χώρα που εργάζεται στις ΗΠΑ, που δεν περνά ούτε την ''πράσινη κάρτα'' ούτε τεστ ''πραγματικής παρουσίας'', αλλά φορολογείται στις ...
αριθμός φορολογικού μητρώου
Λογιστική; Payroll
Αριθμός φορολογικού μητρώου κάποιου, που αποτελείται από εννιά ψηφία
φροντίδα σε μακροπρόθεσμη βάση
Λογιστική; Payroll
Ενα συμβόλαιο κοινωνικής ασφάλισης για κάλυψη υπηρεσιών σε μακροπρόθεσμη βάση, περιλαμβάνοντας υπηρεσίες διάγνωσης, πρόληψης,μεταχείρησης, θεραπείας και αποκατάστασης, σε περίπτωση ατυχήματος, και ...