Home > Βιομηχανία/Τομέας > Τραπεζική > Personal banking
Personal banking
Referring to the business when banks carry out transactions with customers directly, rather than with other banking institutions or with large corporations.
Industry: Τραπεζική
Προσθήκη νέου όρουContributors in Personal banking
Personal banking
ταμείας
Τραπεζική; Personal banking
Ατομο που εργάζεται σε μία θυρίδα στην τράπεζα και λαμβάνει καατθέσεις και εκτελεί και άλλα καθήκοντα.
Συναλλαγή
Τραπεζική; Personal banking
Μια [οικονομικό] συναλλαγή προϋποθέτει μια αλλαγή της κατάστασης των οικονομικών της δύο ή περισσότερες επιχειρήσεις ή ...
έντοκα γραμμάτια δημοσίου
Τραπεζική; Personal banking
Βραχυπρόθεσμοι τίτλοι σταθερής απόδοσης και μικρής διάρκειας που εκδίδονται από το δημόσιο. Τα έντοκα γραμμάτια δημοσίου εκδίδονται με διάρκεια 3, 6 ή 12 μηνών. Χαρακτηριστικό του προϊόντος αυτού και ...
πρωτογενής αγορά
Τραπεζική; Personal banking
Η αρχική έκδοση και διάθεση νέων χρεογράφων. Σε αντιδιαστολή με τη δευτερογενή αγορά.
δανεισμός τίτλων
Τραπεζική; Personal banking
Η προσωρινή μεταβίβαση τίτλων που βρίσκονται στην κατοχή του δανειστή στο δανειζόμενο. Ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να δανείζεται για να καλύψει απώλειες από συναλλαγή χρεογράφων (χρεόγραφα που έχουν ...
χρεόγραφο δανειακών εγγυήσεων (ABS)
Τραπεζική; Personal banking
Ένα χρεόγραφο εγγυημένο από περιουσιακά στοιχεία. Δημιουργήθηκε από την τιτλοποίηση των δανείων. (1) Ο όρος χρησιμοποιείται για μια ευρύτερη κατηγορία που περιλαμβάνει υποκατηγορίες όπως τιτλοποιημένα ...
εγγυημένες δανειακές υποχρεώσεις (CDO)
Τραπεζική; Personal banking
(1) ένα multi-τμήμα ασφαλείας με τον πιστωτικό κίνδυνο προς τις επιχειρήσεις. Μια τιτλοποίηση των εταιρικών υποχρεώσεων. CDOs μπορεί να είναι τιτλοποιήσεις ή εμπορικά δάνεια, εταιρικά ομόλογα, μή ...