Home > Βιομηχανία/Τομέας > Ενέργεια > Petrol
Petrol
a naturally occurring, flammable liquid consisting of a complex mixture of hydrocarbons of various molecular weights and other liquid organic compounds, that are found in geologic formations beneath the Earth's surface. A fossil fuel, it is formed when large quantities of dead organisms, usually zooplankton and algae, are buried underneath sedimentary rock and undergo intense heat and pressure.
Industry: Ενέργεια
Προσθήκη νέου όρουContributors in Πετρέλαιο
Petrol
φυτό-χρήση ηλεκτρικής ενέργειας
Ενέργεια; Άνθρακας
Η ηλεκτρική ενέργεια που χρησιμοποιείται στη λειτουργία ενός φυτού. Το σύνολο της ενέργειας αφαιρείται από την παραγωγή της συνολικής ενέργειας του ...
αιολική ενέργεια
Ενέργεια; Άνθρακας
Κινητικής ενέργειας σήμερα σε κίνηση του ανέμου που μετατρέπεται σε μηχανική ενέργεια για οδηγώντας αντλίες, Μύλοι και γεννήτριες ηλεκτρικής ενέργειας. ...
κατοικιών τύπου κεντρικού κλιματιστικού
Ενέργεια; Άνθρακας
Υπάρχουν τέσσερα βασικά μέρη σε ένα σύστημα κατοικημένη κεντρικό κλιματισμό (1) μονάδα συμπύκνωσης, (2) ένα ψύξης πηνίο, αγωγό (3) και (4) μηχανισμός ελέγχου όπως ένα θερμοστάτη. Υπάρχουν δύο ...
φυσικό streamflow
Ενέργεια; Άνθρακας
Ο ρυθμός της ροής του νερού μετά από ένα χρονικό σημείο μια ανεξέλεγκτη ροή ή ρυθμιζόμενη ροή ροή προσαρμοστεί ώστε να εξαλειφθούν οι συνέπειες πληρότητα φραγμάτων ή εκτροπές ανάντη σε ένα καθορισμένο ...
Πολυστερίνη
Ενέργεια; Άνθρακας
Μια πολυμερή του στυρολίου, που είναι ένα άκαμπτο, διαφανή θερμοπλαστικό με καλή φυσική και ηλεκτρικές μονώνοντας ιδιότητες, χρησιμοποιείται σε μορφοποιημένα προϊόντα, αφροί, και το φύλλο ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί