Home > Βιομηχανία/Τομέας > Ενέργεια > Petrol
Petrol
a naturally occurring, flammable liquid consisting of a complex mixture of hydrocarbons of various molecular weights and other liquid organic compounds, that are found in geologic formations beneath the Earth's surface. A fossil fuel, it is formed when large quantities of dead organisms, usually zooplankton and algae, are buried underneath sedimentary rock and undergo intense heat and pressure.
Industry: Ενέργεια
Προσθήκη νέου όρουContributors in Πετρέλαιο
Petrol
ενδιαφέρον της εργασίας
Ενέργεια; Άνθρακας
Ενδιαφέρον για μια ορυκτών ιδιότητα που δίνει το δικαίωμα ο ιδιοκτήτης των εν λόγω τόκων σε όλους του μεριδίου της παραγωγής ορυκτών από την ιδιοκτησία, συνήθως υπόκεινται σε έμπιστος. Ένα ενδιαφέρον ...
καθαρή ενέργεια για το φορτίο
Ενέργεια; Άνθρακας
Καθαρό γενιάς κύριες μονάδες παραγωγής που είναι το σύστημα που ανήκουν ή λειτουργούν με σύστημα, συν ενέργειας έσοδα μείον προμηθειών ενέργειας. ...
πληθυσμού-σταθμισμένη ΒΑΘΜΟ
Ενέργεια; Άνθρακας
Θέρμανση ή ψύξη ΒΑΘΜΟ, σταθμισμένων με τον πληθυσμό της περιοχής, στην οποία καταγράφονται το ΒΑΘΜΟ. Για τον υπολογισμό εθνικών πληθυσμού-σταθμισμένη ΒΑΘΜΟ, το έθνος χωρίζεται σε εννέα περιοχές ...
καθαρή ενέργεια για το σύστημα
Ενέργεια; Άνθρακας
Το άθροισμα της ενέργειας μια ηλεκτρική χρησιμότητα που πρέπει να πληρούν τους τομείς υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένης της πλήρους και μερικής απαιτήσεις των καταναλωτών. ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί