Home > Βιομηχανία/Τομέας > Υγεία > Pharmacy
Pharmacy
1) The science and practice of the preparation and dispensing of medicinal drugs. 2) A store where medicinal drugs are dispensed and sold.
Industry: Υγεία
Προσθήκη νέου όρουContributors in Pharmacy
Pharmacy
αθροιστική συχνότητα ή ποσοστό
Υγεία; Pharmacy
Σε έναν πίνακα συχνοτήτων, η συχνότητα (ή ποσοστό) των παρατηρήσεων, έχοντας μια συγκεκριμένη τιμή συν όλες τις χαμηλότερες ...
συχνότητα διανομής
Υγεία; Pharmacy
Σε μια σειρά από παρατηρήσεις αριθμητική, τη λίστα τιμών που εμφανίζονται μαζί με τη συχνότητα εμφάνισης τους. Αυτό μπορεί να συσταθεί ως πίνακα συχνοτήτων ή ως μια γραφική παράσταση. ...
μπλοκ σχεδίασης
Υγεία; Pharmacy
Στην ανάλυση διασποράς, ένα σχέδιο στο οποίο έχουν ανατεθεί θέματα εντός κάθε μπλοκ (ή στρώματος) διαφορετική μεταχείριση. ...
εμπειρική θεραπεία
Υγεία; Pharmacy
Στο πλαίσιο της μολυσματική ασθένεια, την έναρξη της μια αντιβίωση κατά ένα φάσμα των ύποπτων πιθανά παθογόνα, σε περίπτωση απουσίας της μια τεκμηριωμένη συγκεκριμένες ...
συμπληρωματική θεραπεία
Υγεία; Pharmacy
Καταχώριση της μια θεραπεία που μπορεί να επηρεάσει το αποτέλεσμα της μελέτης, αλλά κατανέμεται εξίσου μεταξύ των δύο της παρέμβασης και ελέγχου ομάδες (π.χ., ελεγχόμενη διατροφή σε μια μελέτη μέτρων ...
χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ)
Υγεία; Pharmacy
Μια ανώμαλη και μακροχρόνια μείωση στην ροή του αέρα μέσα και έξω από τους πνεύμονες, συνήθως προκαλείται είτε από χρόνια βρογχίτιδα ή ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Tatiana Platonova 12
0
Όροι
2
Γλωσσάρια
0
Οπαδοί