Home > Βιομηχανία/Τομέας > Υγεία > Pharmacy
Pharmacy
1) The science and practice of the preparation and dispensing of medicinal drugs. 2) A store where medicinal drugs are dispensed and sold.
Industry: Υγεία
Προσθήκη νέου όρουContributors in Pharmacy
Pharmacy
εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών
Υγεία; Pharmacy
Ένα κράτος αλλαγμένη εγκεφάλου που μπορεί να συμβεί με μεταβληθεί η δομή του εγκεφάλου. Πολλές αιτιολογίες συνδέονται με εγκεφαλοπάθεια (τοξίνες, καρκίνος, μεταβολικές διαταραχές, λοιμώξεις ΚΝΣ, ...
ευκαιρία κόμβου
Υγεία; Pharmacy
Ένα στοιχείο σε μια ανάλυση αποφάσεων που αντιπροσωπεύει ένα σημείο στο οποίο καθορισμένο αποτελέσματα αποφασίζονται με βάση την πιθανότητα. ...
απόφαση του κόμβου
Υγεία; Pharmacy
Ένα στοιχείο του δένδρου αποφάσεων που αντιπροσωπεύει μια επιλογή μεταξύ δύο ή περισσότερα ανταγωνιστικά εναλλακτικής διαχείρισης προσεγγίσεις. ...
στεφανιαία νόσος
Υγεία; Pharmacy
Πλήρης ή μερική απόφραξη των αιμοφόρων αγγείων που φέρει το οξυγονωμένο αίμα στον καρδιακό μυ (μυοκαρδίου), που προκύπτουν συνήθως από αθηροσκλήρωση Εάν η μείωση της ροής του αίματος είναι σοβαρή, ...
συντελεστή cronbach α
Υγεία; Pharmacy
Που χρησιμοποιούνται συνήθως στατιστική μέτρο για την ποσοτικοποίηση της εσωτερικής συνέπειας αξιοπιστία για την πολυ-στοιχείο κλίμακες ή ...
κοινή πηγή έκθεσης
Υγεία; Pharmacy
Επαφή με παράγοντας κινδύνου που προέρχεται από το κοινόχρηστο περιβάλλον πολλαπλών προσώπων.