Home > Βιομηχανία/Τομέας > Government; Law enforcement > Police
Police
Special government unit empowered to enforce the law.
Industry: Government; Law enforcement
Προσθήκη νέου όρουContributors in Police
Police
εργασία άγχος αντιμετώπιση μηχανισμών
Law enforcement; Police
Εμπιστευτικές προγράμματα που χρησιμοποιούν επαγγελματίες της υγείας ή/και Ομότιμη υποστήριξη ομάδες για να βοηθά τους εργαζόμενους να αντιμετωπίσει προβλήματα προσωπικών ή συνδέονται με την ...
κοινοτική εταιρική σχέση
Law enforcement; Police
Μια συνεργατική εταιρική σχέση που τονίζει την αυξημένη συνεργασία μεταξύ αστυνομίας και στο κοινό να ανταποκρίνονται περισσότερο στις της Κοινότητας η αστυνομία χρειάζεται και να μειώσουν Κοινότητα ...
αστυνόμευση της μηδενικής ανοχής
Law enforcement; Police
Βασίζεται στην πεποίθηση ότι επιθετική επιβολής διαταραχή της θα υποκινεί τους κατοίκους στην καλύτερη περίθαλψη για τους Κοινότητας, μια πολιτική που καλεί για την αστυνομία να εστιάζονται πρωτίστως ...
ανάλυση
Law enforcement; Police
Το δεύτερο στάδιο του μοντέλου SARA προσανατολισμένες σε πρόβλημα αστυνόμευση, στην οποία η αστυνομία συλλέγει πληροφορίες σχετικά με το ένα πρόβλημα για να προσδιορίζουν το πεδίο εφαρμογής της ...
κανόνας φυγή-felon
Law enforcement; Police
Δηλώνεται αντισυνταγματικό από το ανώτατο δικαστήριο το 1985 (Τενεσσί v. ΓΚΑΡΝΕΡ), επιτρέπεται αστυνομία το νόμιμο δικαίωμα να χρησιμοποιήσουν θανατηφόρα βία στο στη σύλληψη ενός felon προσπαθώντας ...
despecialize
Law enforcement; Police
Για να αντικαταστήσετε ειδικές μονάδες της αστυνομίας, με γειτονιά αξιωματικούς, οι οποίοι περισσότερες γνώσεις σχετικά με τα προβλήματα που τους όψη γειτονιές. ...
Στατιστικά στοιχεία σύγκρισης του υπολογιστή (COMPSTAT)
Law enforcement; Police
Ένα οργανωτικό μοντέλο, το οποίο χρησιμοποιείται για πρώτη φορά από την αστυνομία της Νέας Υόρκης το 1994, το οποίο επιτρέπει αστυνομικές υπηρεσίες ανάμειξης έγκαιρη συλλογή πληροφοριών, η αποτελεσματ ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί