Home > Βιομηχανία/Τομέας > Government; Law enforcement > Police

Police

Special government unit empowered to enforce the law.

Contributors in Police

Police

Αστυνομική βαρβαρότητα

Law enforcement; Police

Η χρήση υπερβολικής σωματικής βίας από την αστυνομία.

νομικά συνελήφθησαν

Law enforcement; Police

Συμβαίνει όταν ένα άτομο είναι στερηθεί την ελευθερία από νομική αρχή και είναι υπό την σύλληψη ή απλώς λαμβάνονται υπό κράτηση. Μία αστυνομικής αξιωματικός πρέπει να έχει την πρόθεση να σύλληψη, ...

μισούν εγκλήματος

Law enforcement; Police

Ποινικό αδίκημα κατά πρόσωπο ή ιδιότητα κίνητρα, εν όλω ή εν μέρει, από το δράστη της προκατειλημμένα κατά μια φυλή, θρησκεία, αναπηρία, εθνοτικές/εθνική καταγωγή, ή γενετήσιου προσανατολισμού. ...

Sheriff

Law enforcement; Police

Εκλέγονται σε countywide βάση σε όλες εκτός από δύο κράτη μέλη, ο υπάλληλος που εξυπηρετούν τα τρία στοιχεία του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης: δίκαιο επιβολής, δικαστήρια και διορθώσεις. Συνήθως ...

φυσική διαταραχή

Law enforcement; Police

Μια μορφή κοινωνικών αμέλεια που προκύπτουν από φυσική φθορά εντός μιας γειτονιάς, τα παραδείγματα περιλαμβάνουν βανδαλισμού, η dilapidation και η εγκατάλειψη των κτιρίων, καθώς και συσσωρεύσεως ...

ειρήνη αξιωματικός

Law enforcement; Police

Μια κατάσταση που χορηγείται σε άτομα που διαθέτουν ορισμένες αρμοδιότητες και παρέχοντας ορισμένες νομικές προστασίες δεν είναι διαθέσιμη για τους κοινούς πολίτες. a ειρήνη αξιωματικός μπορεί να ...

Γκράφιτι

Law enforcement; Police

Ψεκάζονται γραπτώς ή γραφικών, αμυχές ή να έχουν βαφεί σε δημόσια τοίχοι ή άλλα δημόσια επιφάνειες χωρίς ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Acquisitions made by Apple

Κατηγορία: Τεχνολογία   2 5 Όροι

Natural Remedies

Κατηγορία: Arts   1 6 Όροι