Home > Βιομηχανία/Τομέας > Γλώσσα > Public speaking
Public speaking
Public speech to a group of audience in a structured, deliberate manner to inform, influence, or entertain.
Industry: Γλώσσα
Προσθήκη νέου όρουContributors in Public speaking
Public speaking
στη διασκέδαση
Γλώσσα; Public speaking
Ένα κλίμα στην περιοχή παρουσίαση αυτών ότι ο Πρόεδρος και το κοινό έχουν τη διάθεση για γέλια.
μικρή ομάδα
Γλώσσα; Public speaking
Μια συλλογή από τρείς έως δώδεκα επίδοξους που συγκεντρώνουν για συγκεκριμένο σκοπό.
Prompter
Γλώσσα; Public speaking
Μια συσκευή που χρησιμοποιείται για την εμφάνιση ηλεκτρονικά μια μεγεθυσμένη έκδοση της δέσμης ενεργειών που μπορεί να δει ο ομιλητής, αλλά δεν το ακροατήριο. (Συνήθως ονομάζεται ένα TelePrompter, ...
άλλο
Γλώσσα; Public speaking
Μια πλάνη ότι δυνάμεις ακροατές να επιλέξει μεταξύ δύο εναλλακτικές λύσεις, όταν υπάρχουν περισσότερες από δύο εναλλακτικές ...
έλξη
Γλώσσα; Public speaking
Μια πλάνη που θεωρεί ότι είναι κάτι δημοφιλές, είναι, επομένως, καλή, σωστό ή σκόπιμο.
Σελιδοδείκτης
Γλώσσα; Public speaking
Μια δυνατότητα σε ένα πρόγραμμα περιήγησης στο Web που αποθηκεύει συνδέσεις με τοποθεσίες Web, ώστε να μπορεί να επανεξεταστεί ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Sony Mobile Terminology
0
Όροι
1
Γλωσσάρια
4
Οπαδοί