Home > Βιομηχανία/Τομέας > Γλώσσα > Public speaking

Public speaking

Public speech to a group of audience in a structured, deliberate manner to inform, influence, or entertain.

Contributors in Public speaking

Public speaking

στη διασκέδαση

Γλώσσα; Public speaking

Ένα κλίμα στην περιοχή παρουσίαση αυτών ότι ο Πρόεδρος και το κοινό έχουν τη διάθεση για γέλια.

blooper

Γλώσσα; Public speaking

Αδέξια λάθος, κυρίως μία στο κοινό. ένα εικονικό pas.

μικρή ομάδα

Γλώσσα; Public speaking

Μια συλλογή από τρείς έως δώδεκα επίδοξους που συγκεντρώνουν για συγκεκριμένο σκοπό.

Prompter

Γλώσσα; Public speaking

Μια συσκευή που χρησιμοποιείται για την εμφάνιση ηλεκτρονικά μια μεγεθυσμένη έκδοση της δέσμης ενεργειών που μπορεί να δει ο ομιλητής, αλλά δεν το ακροατήριο. (Συνήθως ονομάζεται ένα TelePrompter, ...

άλλο

Γλώσσα; Public speaking

Μια πλάνη ότι δυνάμεις ακροατές να επιλέξει μεταξύ δύο εναλλακτικές λύσεις, όταν υπάρχουν περισσότερες από δύο εναλλακτικές ...

έλξη

Γλώσσα; Public speaking

Μια πλάνη που θεωρεί ότι είναι κάτι δημοφιλές, είναι, επομένως, καλή, σωστό ή σκόπιμο.

Σελιδοδείκτης

Γλώσσα; Public speaking

Μια δυνατότητα σε ένα πρόγραμμα περιήγησης στο Web που αποθηκεύει συνδέσεις με τοποθεσίες Web, ώστε να μπορεί να επανεξεταστεί ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

My Favourite Terms

Κατηγορία: Languages   2 1 Όροι

7 places Jesus shed His Blood

Κατηγορία: Θρησκεία   1 7 Όροι