Home > Βιομηχανία/Τομέας > Εκπαίδευση > SAT vocabulary
SAT vocabulary
Scholastic Aptitude Test (SAT) is part of the college entrance exam in the U.S. The SAT vocabulary consists of words frequently used in the SAT test.
Industry: Εκπαίδευση
Προσθήκη νέου όρουContributors in Λεξιλόγιο SAT
SAT vocabulary
εμπλέκω (εμπλοκή=implication)
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Για να εμφανίσετε ή να αποδείξει και να συμμετέχουν σε ή είναι εξέταση.
γίνομαι φορτικός (=πιέζω, καταπιέζω,be oppressive)
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Να παρενοχλούν με επίμονη απαιτήσεις ή παρακλήσεις.