![](/template/termwiki/images/likesmall.jpg)
Home > Βιομηχανία/Τομέας > Εκπαίδευση > SAT vocabulary
SAT vocabulary
Scholastic Aptitude Test (SAT) is part of the college entrance exam in the U.S. The SAT vocabulary consists of words frequently used in the SAT test.
Industry: Εκπαίδευση
Προσθήκη νέου όρουContributors in Λεξιλόγιο SAT
SAT vocabulary
απομίμηση
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Η πιστή, η ακριβής μίμηση και η αντιγραφή πρωτοτύπου, ή η κατασκευή ομοιώματος.
ανυπομονησία
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Η έλλειψη υπομονής, η ανησυχία που αισθάνεται κανείς, όταν επιθυμεί να γίνει κάτι όσο το δυνατό γρηγορότερα.
![](https://accounts.termwiki.com/thumb1.php?f=gendarme-1373355102.jpg&width=150&height=100)
χωροφύλακας
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Στην ηπειρωτική Ευρώπη, ιδίως στη Γαλλία, ένας αστυνομικός ένστολοι και ένοπλοι.
γενεαλογία
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Η γενεαλογία είναι η μελέτη και ανακάλυψη-δημιουργία ενός γενεαλογικού δέντρου.
γενναιοδωρία
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Μια πράξη ελεύθερης και ουσιαστικής προσφοράς, να δώσουμε κάτι στπυς άλλους να κάνουμε κάτι για αυτούς, ευγενιή χειρονομία προσφοράς, υλικής και ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Marouane937
0
Όροι
58
Γλωσσάρια
3
Οπαδοί
10 Architectural Structures that Nearly Defy Gravity
![](/template/termwiki/images/likesmall.jpg)
![](https://accounts.termwiki.com/thumb1.php?f=15bae805-1401353328.jpg&width=304&height=180)