![](/template/termwiki/images/likesmall.jpg)
Home > Βιομηχανία/Τομέας > Εκπαίδευση > SAT vocabulary
SAT vocabulary
Scholastic Aptitude Test (SAT) is part of the college entrance exam in the U.S. The SAT vocabulary consists of words frequently used in the SAT test.
Industry: Εκπαίδευση
Προσθήκη νέου όρουContributors in Λεξιλόγιο SAT
SAT vocabulary
αιμορροΐδες
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Παθολογική διεύρυνση των φλεβών του πρωκτού ή του κάτω άκρου του παχέος εντέρου, η οποία συνοδεύεται από φλεγμονή και ...
βοτανολόγιο
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Μια συλλογή από αποξηραμένα φυτά, που προορίζονται για επιστημονικά μελέτη.
Hawthorn
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Ένα ακανθώδες θάμνων χρησιμοποιείται πολύ στην Αγγλία για φράκτες.
incendiary
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Χημικό προϊόν ή το πρόσωπο που ξεκινά μια φωτιά-κυριολεκτικά ή μεταφορικά.
πυράκτωση
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πυρακτώνω, η θέρμανση ενός υλικού ώσπου να γίνει διάπυρο.