Home > Βιομηχανία/Τομέας > Εκπαίδευση > SAT vocabulary
SAT vocabulary
Scholastic Aptitude Test (SAT) is part of the college entrance exam in the U.S. The SAT vocabulary consists of words frequently used in the SAT test.
Industry: Εκπαίδευση
Προσθήκη νέου όρουContributors in Λεξιλόγιο SAT
SAT vocabulary
ακρωτηριάζω
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Αφαιρώ κόβοντας, όπως για παράδειγμα ένα άκρο ή κάποιο μέρος του σώματος.
αντιπαθώ
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Δείχνω ή αισθάνομαι ένα συναίσθημα ανταγωνισμού, απέχθειας ή αποστροφής.
προσαρτώ
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Προσθέτω ή επισυνάπτω κάτι επιπλέον, δευτερεύον ή συμπληρωματικό.
εμπίπτω
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Ανήκω βάσει δικαιώματος, καταλληλότητας, συσχετισμού, ταξινόμησης, ιδιοκτησίας ή φυσικής σχέσης.