Home > Βιομηχανία/Τομέας > Εκπαίδευση > SAT vocabulary

SAT vocabulary

Scholastic Aptitude Test (SAT) is part of the college entrance exam in the U.S. The SAT vocabulary consists of words frequently used in the SAT test.

Contributors in Λεξιλόγιο SAT

SAT vocabulary

συγχωνεύω

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Ανακατεύω ή αναμιγνύω σε ένα ομογενές σώμα.

ακρωτηριάζω

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Αφαιρώ κόβοντας, όπως για παράδειγμα ένα άκρο ή κάποιο μέρος του σώματος.

σχολιάζω

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Κάνω επεξηγηματικές ή κρίσιμες σημειώσεις για κάτι ή σε κάτι.

προχρονολογώ

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Αναθέτω ή τοποθετώ μια χρονολογία νωρίτερα από την τρέχουσα.

αντιπαθώ

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Δείχνω ή αισθάνομαι ένα συναίσθημα ανταγωνισμού, απέχθειας ή αποστροφής.

προσαρτώ

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Προσθέτω ή επισυνάπτω κάτι επιπλέον, δευτερεύον ή συμπληρωματικό.

εμπίπτω

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Ανήκω βάσει δικαιώματος, καταλληλότητας, συσχετισμού, ταξινόμησης, ιδιοκτησίας ή φυσικής σχέσης.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Superstition

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   1 22 Όροι

Cognitive Psychology

Κατηγορία: Επιστήμη   1 34 Όροι