Home > Βιομηχανία/Τομέας > Εκπαίδευση > SAT vocabulary
SAT vocabulary
Scholastic Aptitude Test (SAT) is part of the college entrance exam in the U.S. The SAT vocabulary consists of words frequently used in the SAT test.
Industry: Εκπαίδευση
Προσθήκη νέου όρουContributors in Λεξιλόγιο SAT
SAT vocabulary
διασκεδάζω
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Να στραφείς από μία συνήθη πορεία ή γαρμμή δράσης ήδη καθιερωμένη.
απεκδύω
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Να ξεντυθείς, ειδικά για ρούχα, στολίδια, ή είδη ραπτικής ή να απέκδιση.
διανέμω
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Να πεις ή να γνωστοποιήσεις, σαν κάτι προηγουμένως ιδιωτικό ή μυστικό
δογματίζω
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Να κάνεις θετικές διαβεβαιώσεις δίχως να τις υποστηρίζεις με επιχειρήματα ή αποδείξεις.
ανακαλύπτω
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Να δεις ή γνωρίσεις κάτι , ως προηγούμενα άγνωστο ή ακατανόητο.
παροπλίζομαι
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Να γίνει επιδεινώθηκε ή ακινητοποιημένοι από μεγάλη διάρκεια.
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Silentchapel
0
Όροι
95
Γλωσσάρια
10
Οπαδοί