Home > Βιομηχανία/Τομέας > Εκπαίδευση > SAT vocabulary

SAT vocabulary

Scholastic Aptitude Test (SAT) is part of the college entrance exam in the U.S. The SAT vocabulary consists of words frequently used in the SAT test.

Contributors in Λεξιλόγιο SAT

SAT vocabulary

διασκεδάζω

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Να στραφείς από μία συνήθη πορεία ή γαρμμή δράσης ήδη καθιερωμένη.

απεκδύω

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Να ξεντυθείς, ειδικά για ρούχα, στολίδια, ή είδη ραπτικής ή να απέκδιση.

διανέμω

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Να πεις ή να γνωστοποιήσεις, σαν κάτι προηγουμένως ιδιωτικό ή μυστικό

δογματίζω

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Να κάνεις θετικές διαβεβαιώσεις δίχως να τις υποστηρίζεις με επιχειρήματα ή αποδείξεις.

αποσυνδέω

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Να ακυρώσεις ή χαλάσεις την σύνδεση ή συνεργασία

ανακαλύπτω

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Να δεις ή γνωρίσεις κάτι , ως προηγούμενα άγνωστο ή ακατανόητο.

παροπλίζομαι

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Να γίνει επιδεινώθηκε ή ακινητοποιημένοι από μεγάλη διάρκεια.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Asian Banker Publications

Κατηγορία: Business   1 13 Όροι

Apple Watch Features

Κατηγορία: Τεχνολογία   2 8 Όροι