
Home > Βιομηχανία/Τομέας > Εκπαίδευση > SAT vocabulary
SAT vocabulary
Scholastic Aptitude Test (SAT) is part of the college entrance exam in the U.S. The SAT vocabulary consists of words frequently used in the SAT test.
Industry: Εκπαίδευση
Προσθήκη νέου όρουContributors in Λεξιλόγιο SAT
SAT vocabulary
ζοωγονώ, δίνω ζωή (από το Λατινικό ''vita''= ζωή,
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Να περιβάλλω με την ζωή.
αναφωνώ// από το Λατινικό ''vocifer''= αναφώνηση -vox-vocis=φωνή
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Να προφέρουν με μια φωνή δυνατά και σφοδρή.
παραιτουμαι, αφήνω, εγκαταλείπω θέση
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Να παραιτηθεί, ειδικά προσωρινά, ως δικαίωμα ή αξίωση.
παρακμάζω (μειώνομαι σε μέγεθος και λάμπρότητα)
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Να μειώνονται σε μέγεθος και η λαμπρότητα.
απαγαλακτίζομαι (=απεξαρτώμαι από την 'μητέρα'')
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Μεταφορά (τους νέους) από την εξάρτηση από το μητρικό γάλα σε μια άλλη μορφή της τροφή.