Home > Βιομηχανία/Τομέας > Εκπαίδευση > SAT vocabulary
SAT vocabulary
Scholastic Aptitude Test (SAT) is part of the college entrance exam in the U.S. The SAT vocabulary consists of words frequently used in the SAT test.
Industry: Εκπαίδευση
Προσθήκη νέου όρουContributors in Λεξιλόγιο SAT
SAT vocabulary
μωρολογώ
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
φλυαρία, να θέτουν σε κυκλοφορία σε απλό ή παιδικά talk, και caht.
προηγούμαι
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
προηγείται, είναι να συμβεί πρώτα, να επαναληφθεί αυτό το προηγούμενο συμβεί πριν, ή εκ των προτέρων.
τρέχω με ορμή, κατευθύνομαι με ορμή
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
βεβιασμένη, να αναγκάσει πρόωρα προς τα εμπρός, να αναγκάσει κάτι συμβεί νωρίτερα από ό, τι θα έπρεπε.
πρρολαμβάνω, εμποδίζω
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
αποκλείει, είναι να αποτρέψουν κάτι το ενδεχόμενο, να κάνει να μην συμβεί.
προλέγω, βεβαιώνω, δηλώνω
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
κατηγόρημα, να εκθέσει, ή αναφέρονται ως που ανήκουν σε κάτι.
προβλέπω
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
προβλέψει είναι να προβλέψει, να πω εκ των προτέρων, κάτι θα συμβεί.