Home > Βιομηχανία/Τομέας > Εκπαίδευση > SAT vocabulary

SAT vocabulary

Scholastic Aptitude Test (SAT) is part of the college entrance exam in the U.S. The SAT vocabulary consists of words frequently used in the SAT test.

Contributors in Λεξιλόγιο SAT

SAT vocabulary

προαγοράζω

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Εξασφαλίζω το δικαίωμα προαίρεσης κατά την αγορά γής.

προκατέχω, προ-καταλαμβάνω

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

preengage, είναι να απασχολούν, preengagement, είναι η ενασχόληση, engagge καταλαμβάνουν εκ των προτέρων, εκ των προτέρων.

προεγκαθίσταμαι, προκαθειρώνω, εγκατάσταση ή ρύθμιση εκ των προτέρων

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

preestablish, είναι δημιουργία, που εγκαθίστανται, ή να κανονίσετε εκ των προτέρων, ουσιαστικό είναι preestablishment.

προυπάρχω

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Υπάρχω πριν από μια περίοδο ή σε μια κατάσταση πριν από κάτι άλλο.

προτιμώ, σημαίνει έχω σε υψηλότερη εκτίμηση

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

προτιμούν, την προτίμησης, να κρατήσει στην υψηλότερη εκτίμηση, εκτιμούν ιδιαίτερα, να εκτιμήσει.

πρόσημο, προτάσσω=συνάπτω στην αρχή

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

πρόθεμα, είναι να αποδίδουν στην αρχή, συνημμένο στην αρχή.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Pancakes

Κατηγορία: Food   2 17 Όροι

Wine

Κατηγορία: Food   1 20 Όροι