Home > Βιομηχανία/Τομέας > Εκπαίδευση > SAT vocabulary
SAT vocabulary
Scholastic Aptitude Test (SAT) is part of the college entrance exam in the U.S. The SAT vocabulary consists of words frequently used in the SAT test.
Industry: Εκπαίδευση
Προσθήκη νέου όρουContributors in Λεξιλόγιο SAT
SAT vocabulary
προκατέχω, προ-καταλαμβάνω
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
preengage, είναι να απασχολούν, preengagement, είναι η ενασχόληση, engagge καταλαμβάνουν εκ των προτέρων, εκ των προτέρων.
προεγκαθίσταμαι, προκαθειρώνω, εγκατάσταση ή ρύθμιση εκ των προτέρων
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
preestablish, είναι δημιουργία, που εγκαθίστανται, ή να κανονίσετε εκ των προτέρων, ουσιαστικό είναι preestablishment.
προυπάρχω
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Υπάρχω πριν από μια περίοδο ή σε μια κατάσταση πριν από κάτι άλλο.
προτιμώ, σημαίνει έχω σε υψηλότερη εκτίμηση
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
προτιμούν, την προτίμησης, να κρατήσει στην υψηλότερη εκτίμηση, εκτιμούν ιδιαίτερα, να εκτιμήσει.
πρόσημο, προτάσσω=συνάπτω στην αρχή
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
πρόθεμα, είναι να αποδίδουν στην αρχή, συνημμένο στην αρχή.
απασχολώ απορροφώ, σημαίνει κρατώ απασχολημένο το νου κάποιου με κάτι αποκλείοντας κάτι άλλο.
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Να γεμίσει το μυαλό ενός προσώπου στον αποκλεισμό άλλων θεμάτων.