Home > Βιομηχανία/Τομέας > Υγεία > Sexual health
Sexual health
Enjoying emotional, physical, and social well-being in regard to one’s sexuality, including free and responsible sexual expression that enriches one’s personal and social life and fulfills one’s sexual rights. Disorders in sexual health can impact a person’s physical and emotional health, as well as his or her relationships and self-image.
Industry: Υγεία
Προσθήκη νέου όρουContributors in Sexual health
Sexual health
προ-έμβρυο
Υγεία; Sexual health
Ο οργανισμός που αρχίζει να αναπτύσσεται με γονιμοποίηση, όταν το ζυγωτό σχηματίζεται από τη συνένωση ένα αυγό και ένα σπερματοζωάριο. Που αποδίδει στην επένδυση της μήτρας μετά από περίπου επτά ...
έμβρυο
Υγεία; Sexual health
Ο οργανισμός που αναπτύσσεται από το έμβρυο μετά από περίπου οκτώ εβδομάδες της εγκυμοσύνης (10 εβδομάδες από την τελευταία έμμηνο ρύση της γυναίκας) και να λαμβάνει τροφή μέσα από τον πλακούντα. ...
Παράγοντας RH
Υγεία; Sexual health
Η παρουσία ορισμένων πρωτεϊνών στην επιφάνεια των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Εμφανίζεται στους περισσότερους ανθρώπους. Άτομα με παράγοντα Rh λέγεται ότι είναι "Rh θετικός", καθώς και άνθρωποι χωρίς ...
πολυμορφία
Υγεία; Sexual health
Η παρουσία του πολλά διαφορετικά είδη ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένων των ατόμων από διάφορες ικανότητες, ηλικιών, φύλων, φυλετικές και εθνοτικές φόντα, θρησκείες, σεξουαλικού προσανατολισμού και ...
μακροπρόθεσμη φάση αναδιοργάνωσης
Υγεία; Sexual health
Η δεύτερη φάση του συνδρόμου τραύμα του βιασμού, στο οποίο ο επιζών προσπαθεί να επανακτήσει τον έλεγχο της ...
δευτεροπαθή σύφιλη
Υγεία; Sexual health
Το δεύτερο στάδιο της λοίμωξης, κατά την οποία αναπτύσσουν ένα εξάνθημα και πυρετός.