Home > Βιομηχανία/Τομέας > Retail > Supermarkets
Supermarkets
Terms that are in relation to the biggest kind of retail store.
Industry: Retail
Προσθήκη νέου όρουContributors in Supermarkets
Supermarkets
Wal-Mart καταστήματα, α.ε.
Retail; Supermarkets
Μια αμερικανική πολυεθνική λιανοπωλητής corporation που τρέχει αλυσίδες έκπτωση μεγάλα πολυκαταστήματα και καταστήματα αποθηκών εμπορευμάτων. Η εταιρεία είναι το τρίτο μεγαλύτερο ΔΕΚΟ στον κόσμο, ...
τέλος του μήνα
Retail; Supermarkets
Ένας λογιστικός όρος που υποδεικνύει την τελευταία ημερολογιακή ημέρα του μήνα ως την τελευταία ημερομηνία για την πληρωμή λογαριασμών. ...
κουπόνι ελέγχου
Retail; Supermarkets
Ένα διαφημιστικό κουπόνι που περιορίζει τον αριθμό των προϊόντων που αγοράζονται σε τιμή ευκαιρίας.
έμμεση δαπάνη
Retail; Supermarkets
Δαπάνη που δεν σχετίζεται άμεσα με ένα συγκεκριμένο τμήμα της επιχειρηματικής λειτουργίας.
σταθερό κόστος
Retail; Supermarkets
Δαπάνη που δεν αλλάζει, ανεξάρτητα από τις πωλήσεις ή την παραγωγικότητα, όπως η ασφάλιση και η ενοικίαση.
άμεση δαπάνη
Retail; Supermarkets
Δαπάνη που σχετίζεται άμεσα με ένα συγκεκριμένο τμήμα της επιχειρηματικής λειτουργίας.