Home > Βιομηχανία/Τομέας > Retail > Supermarkets
Supermarkets
Terms that are in relation to the biggest kind of retail store.
Industry: Retail
Προσθήκη νέου όρουContributors in Supermarkets
Supermarkets
ημερολόγιο συμφωνίας μάρκετινγκ (CMA)
Retail; Supermarkets
Η συμφωνία μεταξύ ενός λιανοπωλητή και ενός κατασκευαστή, στην οποία ο πωλητής συμφωνεί να προωθηθούν τα προϊόντα του κατασκευαστή σύμφωνα με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα. ...
ανάλυση πωλήσεων
Retail; Supermarkets
Ανάλυση των πωλήσεων από εβδομάδα, μήνα, ή οικονομικού έτους για την πρόβλεψη των τάσεων της μόδας, τον εντοπισμό των προβλημάτων και τη μέτρηση της απόδοσης ενός λιανοπωλητή. ...
αποτελεσματική προώθηση
Retail; Supermarkets
Μια διαφημιστική στρατηγική που προκαλεί αύξηση στις πωλήσεις και μια βελτιωμένη ανταγωνιστική θέση για τον ...
πίνακας
Retail; Supermarkets
Ένας αλφαβητικός κατάλογος των προϊόντων και τιμών που διαχειρίζεται ένα χονδρέμπορας.
επιστρoφές
Retail; Supermarkets
Απούλητα, είναι κατεστραμμένα ή ελαττωματικά εμπορεύματα που αποστέλλονται στον προμηθευτή ή τον διανομέα για πίστωση ή επιστροφή ...
τμήμα
Retail; Supermarkets
Μια περιοχή σε ένα μαγαζί λιανικής πώλησης που περιέχει μία κατηγορία προϊόντων.
κέντρο προμηθειών
Retail; Supermarkets
Η συγκεκριμένη περιοχή σε κάθε τμήμα, όπου φυλάσσονται οι προμήθειες.