Home > Όροι > Afrikaans (AF) > Aanpassingsafwyking

Aanpassingsafwyking

'n Toestand waar 'n person op 'n stresvolle gebeurtenis (soos 'n siekte, werksverlies of egskeiding) met uiterste emosies en handelinge reageer wat probleme by die werk en huis kan veroorsaak.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Υγεία
  • Category: Cancer treatment
  • Company: U.S. HHS
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Karin Stelzmann
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Art history Category: Visual arts

borsbeeld

'n Gebeeldhoude of geskilderde portret wat bestaaan uit die kop, skouers en bo-arms van die onderwerp.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Highest Paid Badminton Players

Κατηγορία: Σπορ   2 10 Όροι

Political News

Κατηγορία: Politics   1 1 Όροι