Home > Όροι > Afrikaans (AF) > Aanpassingsafwyking

Aanpassingsafwyking

'n Toestand waar 'n person op 'n stresvolle gebeurtenis (soos 'n siekte, werksverlies of egskeiding) met uiterste emosies en handelinge reageer wat probleme by die werk en huis kan veroorsaak.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Υγεία
  • Category: Cancer treatment
  • Company: U.S. HHS
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Gsilecchia
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Biology Category: Human genome

eugenetika

Eugenetika of eugenetiek (Grieks ̉εύ + γίγνομαι, oftewel eu genos: "goed gebore"), ook na verwys as die eugenetiese beweging of ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Bilingual Cover Letters

Κατηγορία: Languages   1 14 Όροι

Tools

Κατηγορία: General   1 5 Όροι