Home > Όροι > Afrikaans (AF) > yurt

yurt

'n ronde tent van vilt of vel op 'n opvoubare raam, gebruik deur swerwers in Mongolie, Siberie en Turkye.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Travel
  • Category: Cruise
  • Company:
  • Προϊόν: Άλλα
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Flow
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Apparel Category: Coats & jackets

Mao pak

Eenvoudige blou baadjie met knope in die middel en verskeie voorste sakke. Die Mao pak was eintlik aanvanklik deur Sun Yatsen gedra, maar het kom ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Top 10 University in Beijing, China

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 10 Όροι

Halloween

Κατηγορία: Κουλτούρα   8 3 Όροι