Home > Όροι > Bengali (BN) > আবর্জনা

আবর্জনা

One that contaminates; a contaminant.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Utilities
  • Category: Gas
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Sus Biswas
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 14

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Animals Category: Mammals

এশিয়ান ইউনিকর্ন (Asian unicorn )

এশিয়ান ইউনিকর্নকে সাওলা (saola)-ও বলা হয়, এরা বিরল প্রজাতির৷ লাওস(Laos) এবং ভিয়েতনাম(Vietnam)-এর সীমানায় অ্যানামাইট মউন্টেনস্(Annamite ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

NIS education

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 2 Όροι

Automotive Dictionary

Κατηγορία: Τεχνολογία   1 1 Όροι